Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Κάποιοι πάροδοι των δρόμων του κομπολογιού τερματίζουν στις υπώρειες της Σαράνταινας και στα κράσπεδα του Βελουχιού. Τα κομπολόγια μας μπορεί να μην ήταν κατασκευασμένα από κεχριμπάρι ή κοράλλι, ή ελεφαντόδοντο, όμως ήταν ευλογημένα και κουρδισμένα στους δρόμους των πόνων, των καημών και των προσευχών του άγιου ασκητή των βουνών μας. Ήταν το ηχηρό του κομποσχοίνι. Ο νοικοκύρης των βουνών δεν ήταν χασικλής των καταγωγίων κι ούτε αργόσχολος των σαλονιών. Μέτραγε τις πίκρες και τους πόνους μετρώντας όχι χάντρες από βασιλικό κεχριμπάρι, αλλά τις σταγόνες του ιδρώτα του και στις ώρες της σχόλης του στο φωτογόνι του ή στον καφενέ μέτραγε τις πλαστικές χάντρες του κομπολογιού του, έτσι και γω για να μετρώ τις στεναχώριες και τα φαρμάκια μου, πάντα είχα ένα απόθεμα από κομπολόγια. Μάλιστα τώρα, τις χειμωνιάτικες μέρες, με τη σόμπα να κοκκινίζει από τη φωτιά, συχνά πυκνά με το μεγάλο μου κομπολόι, κάνω σύναξη τεθνεώτων συγγενών κι φίλων και τα λέμε και περνάμε καλά.

Το όνομα του κομπολογιού είναι σύνθετο, με πρώτο συνθετικό το αρχαίο «κόμπος» που σημαίνει «χτύπος» ή «κρότος» και δεύτερο το «-λόι» που δηλώνει σειρά ομοίων πραγμάτων (φτωχολόι, αρχοντολόι, σκυλολόι, κουβεντολόι κ.ά.). Λένε ότι ο αριθμός των χαντρών πρέπει να είναι πολλαπλάσιο το 4 συν 1, με μέγεθος και χρώμα χάντρας συμβατά με τα χούγια του μερακλή και ελεύθερο μήκος σπάγκου όσο ένα χαλαρό χεροκράτι του χρήστη. Ένα κομπολόι στα μέτρα μου το θέλω με 17 χάντρες μεσαίου μεγέθους και γαιωδών αποχρώσεων. Ο έρωτάς μου μ΄ αυτά άρχισε να χτίζεται όταν προσπαθούσα να απεξαρτηθώ από τον άλλον μεγάλον μου έρωτα, το τσιγάρο. Τώρα αυτήν την εξάρτηση την αντικατέστησα μόνιμα με την, όχι μόνο ανώδυνη αλλά και ψυχωφελή, εξάρτηση με το κομπολόι και είμαι πολύ χαρούμενος και προπάντων υγιής, τηρουμένων των αναλογιών. Στόχος μου είναι άμα μεγαλώσω και πλουτήσω ν΄ αγοράσω ένα κομπολόι από βασιλικό κεχριμπάρι.

Η ιστορία του κομπολογιού χάνεται στα προϊστορικά χρόνια. Στην Ελλάδα το εισήγαγαν οι Τούρκοι, το πήραν πρώτα οι άρχοντες, με τελευταίους φαν του είδους τον Ωνάση, τον Ανδρέα Παπανδρέου και την Ντόρα μας. Στη συνέχεια, στις αρχές του 20ου αιώνα, κυριάρχησε στον κόσμο των ρεμπέτηδων, που το τίμησαν σε πάρα πολλά τραγούδια τους και τέλος ξαπλώθηκε στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα κι έφτασε ως… εμένα. Στα βουνά μας μετράει λίγα χρόνια ιστορίας. Οι βουνήσιοι τα χέρια τους τα είχαν να δουλεύουν και όχι να χαζεύουν με το κομπολόι και όταν δε δούλευαν δεν χρειάζονταν απασχόληση αλλά ξεκούραση. Ένας διάσημος άγιος αδελφός του κομπολογιού είναι το καλογηρικό κομποσχοίνι, το οποίο εμφανίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη μοναχική ζωή. Επίσης άλλος αδελφός αυτού είναι το μπεγλέρι το οποίο δεν ευλογήθηκε ποτέ -θα έλεγα- από χέρι Ευρυτάνα.