Του Γιάννη Δημ. Υφαντόπουλου
Φιλόλογου Λυκειάρχη – Ιστορικού
και Προέδρου του Συλλόγου των Απανταχού
Καστανιωτών Ευρυτανίας “Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ”

Πάνω από τις σάκες τους για κατσούλες – που να βρεθούν τότε αδιάβροχα και ομπρέλες – είχαν κάποιο παλιό μισοτριμμένο σακάκι ή πανωφόρι των γονιών τους ή των μεγαλύτερων αδελφών τους που τα προστάτευε από τη βροχή και το κρύο. Στα πόδια τους, τα γουρουνοτσάρουχα – σπανιότερα και τα αγελαδοτσάρουχα – ήταν ότι πιο πρόσφορο μπορούσε τότε να φορέσει κανείς, αφού τα άρβυλα, που φτιάχνονταν με παραγγελία στον Προυσό, στοίχιζαν 150 δρχ., δηλαδή πέντε μαστορικά μεροκάματα εκείνον τον καιρό και ελάχιστοι είχαμε τη δυνατότητα να τα φοράμε.
Τα παιδιά από τις Γούρνες και το Κακαβάκι έφερναν και μικρά έλατα ή κέδρα, που βρίσκανε άφθονα στο δρόμο τους για το σχολείο και τα ξερίζωναν. Έτσι είχαμε αφθονία ξύλων για τις σόμπες μας.
Η έκπληξη του επιθεωρητή, κ. Κατσηρέα (έτσι τον λέγανε) ήταν ολοφάνερη. Ζήτησε να μάθει από τους δασκάλους μας για τα παιδιά αυτά και – στη συνέχεια – τα έβαλε γύρω από τη σόμπα να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα και τα τσαρούχια τους και να ζεστάνουν τα κοκαλιασμένα χέρια τους. Κούνησε το κεφάλι του και για να μη στερήσει και από τα παιδιά αυτά να ακούσουν ό,τι είχε προηγουμένως πει σε εμάς, τα επανέλαβε, ίσως με πιο μεγάλη παραστατικότητα αυτή τη φορά, γιατί, προφανώς, συγκινήθηκε πολύ μ’ ότι έβλεπε μπροστά του.
Στη συνέχεια, μας ρώτησε αν ξέρουμε Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και τραγούδια για τον καινούριο χρόνο. Του απαντήσαμε ότι το μοναδικό τραγούδι που ξέραμε ήταν το «Χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνει….» Το τραγούδι αυτό μας το είχε μάθει ο δάσκαλος που είχαμε την προηγούμενη χρονιά, στην Τετάρτη τάξη. Τον λέγανε Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, καταγόταν από την Τρίπολη και έμενε στο σπίτι της μακαρίτισσας θεια – Κωστάντως Παπαγιάννη, που τα δυο – ορφανά από πατέρα – παιδιά της, ο Χρήστος και η Ελένη, ήταν συμμαθητές μας.
Μας το τραγούδησε, να το θυμηθούμε, με την υπέροχη και μελωδική φωνή του και το επαναλάβαμε και εμείς, τραγουδώντας όλοι μαζί και τονίζοντας ιδιαίτερα , το ρεφρέν: Ντιν-νταν-νταν…!
Στη συνέχεια μας υποσχέθηκε ότι θα μας μάθει ένα άλλο τραγούδι, για τα Χριστούγεννα, που θα μας άρεσε πολύ και ένα άλλο για τον καινούριο χρόνο. Τα μάτια όλων μας , γεμάτα έκπληξη και περιέργεια καρφώθηκαν επάνω του και τα αυτιά μας τέντωσαν να ακούσουμε- με περισσή επιμέλεια-και να μάθουμε κάτι το καινούριο και πρωτόγνωρο για μας.
«Στη γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι, άρχισε να τραγουδάει ο Επιθεωρητής,
τούφες χιόνια πέφτουνε στο παραθυράκι
όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό.
Έλα, Εσύ, που Αρχάγγελοι Σ’ ανυμνούν απόψε
πάρε από την πίτα μας π’ ευωδιά και κόψε.
Έλα κι η γωνίτσα μας καρτερεί να ‘ρθεις
Σου ‘στρωσα Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς».
Όλοι μας μείναμε αποσβολωμένοι. Ήταν πολύ μεγάλη η ικανοποίηση αλλά και η συγκίνηση που νιώσαμε, κυρίως από τη μοναδική και ξεχωριστή, θα λέγαμε εκτέλεσή του. Μας ρώτησε στη συνέχεια, αν μας άρεσε. Ναι! Μάλιστα, μας άρεσε πολύ απαντήσαμε όλοι μας με μια φωνή.
Επανέλαβε τα λόγια δυο – τρεις φορές για να τα μάθουμε και ύστερα τραγούδησε το άγνωστο –μέχρι τότε– για μας Χριστουγεννιάτικο τραγούδι, πρώτα μόνος του και πάλι, και κατόπιν μαζί μας ξανά και ξανά.
Ύστερα ήρθε η σειρά του πρωτοχρονιάτικου τραγουδιού.
«Πάει ο παλιός ο Χρόνος
ας γιορτάσουμε παιδιά
και του χωρισμού ο πόνος
ας κοιμάται στην καρδιά
(Καλή χρονιά, καλή χρονιά
χαρούμενη, Χρυσή Πρωτοχρονιά) …»
Και στο τραγούδι αυτό ακολούθησε την ίδια τακτική, όπως και στο προηγούμενο. Όταν μάθαμε και αυτό, είπε στους δασκάλους μας να μας αφήσουν να γυρίσουμε στα σπίτια μας να προετοιμαστούμε, μαζί με τους δικούς μας, για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, που θα ‘ρχότανε σε δύο ημέρες.
Αφού μας ευχήθηκε «ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΧΡΟΝΟ» και επανέλαβε την ίδια ευχή και στους δύο δασκάλους μας, ακουμπώντας την ομπρέλα του και συντροφευμένος από τον ίδιο τον αγωγιάτη που τον είχε φέρει την προηγούμενη ημέρα, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τον Γαύρο πρώτα (συνοικισμό του Μεγάλου Χωριού που υπήρχαν χάνια και διανυκτερεύαμε) και από εκεί, με αυτοκίνητο, για το Καρπενήσι.
Όσο για μας τους μαθητές, στο δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια μας, κατά παρέες, με κριτήριο το συνοικισμό, το μαχαλά, που μέναμε, τραγουδούσαμε τα τραγούδια που μάθαμε, κυρίως όμως το Χριστουγεννιάτικο τραγούδι :
«Στη γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι ….».
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάθε φορά και κάθε χρόνο που γιορτάζω με τους μαθητές μου τα Χριστούγεννα και τον ερχομό του καινούριου χρόνου, ανελλιπώς, από την αρχή της εκπαιδευτικής σταδιοδρομίας μου μέχρι σήμερα που κοντεύω να βγω στη σύνταξη, σε κάθε Χριστουγεννιάτικη γιορτή, δεν παραλείπω να προτρέπω τους μαθητές μου να συμπεριλάβουν, ανάμεσα στα άλλα τραγούδια που θα πουν, και τα δύο τραγούδια που πρωτάκουσα και έμαθα στο χωριό μας, την όμορφη ΚΑΣΤΑΝΙΑ, στις 23 του Δεκέμβρη του 1957, τραγουδημένα από τον αείμνηστο (εδώ και χρόνια) επιθεωρητή Παναγιώτη (Πότη) Κατσηρέα, όταν – μέσα στα χιόνια – ήρθε στο χωριό μας να δει – με τα μάτια του – πως ζούσαμε και τι μαθαίναμε στο Δημοτικό σχολείο μας, όταν φοιτούσαμε σ’ αυτό πάνω από 120 μαθητές, έχοντας πότε δύο, αλλά και πολλές φορές και ένα δάσκαλο, οπότε κάναμε εμείς οι μεγαλύτεροι και καλύτεροι μαθητές, χρέη δασκάλου στους πιο μικρούς συμμαθητές μας, πράγμα που αρκετούς από εμάς μας επηρέασε καθοριστικά και στη μετέπειτα επαγγελματική μας σταδιοδρομία και γίναμε δάσκαλοι.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Ο ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, αρ. φ. 107 ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ 2005. Αρχείο και ψηφιακή επεξεργασία: Ζαχ. Ζηνέλης.