Τα πρώτα μου χρόνια -τ΄ αξέχαστα- τα ΄ζησα και παραποταμίως, πότε παίζοντας κρυφτό με τα ποταμολίθια του Κρικελλοπόταμου και των άλλων μειζόνων ρεμάτων του χωριού μου και πότε λουόμενος στα γάργαρα και ζείδωρα νερά τους.

Εκεί γνωρίστηκα με τα μπακακάκια και τις μπράσκες, τις νεροφίδες και τους λοιπούς παρίες του ποτάμιου οικοσυστήματος.

Εκεί άρχισε ο Έρωτάς μου με την αριστοκρατία του ποταμού, τις πορφυροκέντητες πέστροφες, τ΄ αλανιάρικα μπριάνια και τ΄ ακριβοθώρητα χέλια, που ολοκληρωνόταν εν πινακίω, τηγανισμένα με γίδινο βούτυρο.

Εκεί τσίτσιδος, στροβιλιζόμενος στα τυρβώδικα νερά, έμαθα κολύμπι στα βουράγκια του και… γνώρισα το κορμί μου, ως ο πρώτος φυσικός και ξαναμμένος γυμνιστής απάντων των παρά θιν΄ αλός, και -εν πολλοίς- παρά φύσιν ξεπλυμένων γυμνιζόντων της σύγχρονης απελευθέρωσης και αμαρτωλής αποχαλίνωσης.

Εκεί πλέχτηκαν -και ποτέ δεν ξεμπλέχτηκαν- οι Έρωτές μου με τις Ναϊάδες νύμφες των γλυκέων υδάτων και τις Ποταμίδες των ποταμών.

Εκεί στο πέρασμα της Αγροτέρας Αρτέμιδος και των ποιμενίδων του μεγαλείου της κοπαδιάρικης κτηνοτροφίας, έστηνε ο έρωτας καρτέρι.

Εκεί ξεδιψούσε όλη η άγρια και η ήμερη πανίδα -και ημών μη εξαιρουμένων- και από κει τροφοδοτούταν με νερά άρδευσης ένα εκτεταμένο δίκτυο υδραυλάκων, που πότιζε την γεωργική καρδιά του ορεινού μας οικοσυστήματος.

Στις όχθες του λειτουργούσαν εν παρατάξει πέντε κρικελλιώτικοι νερόμυλοι, που σκυταλοδρομούσαν τα νερά του Κρικελλοπόταμου στην επί χιλιετηρίδες βιομηχανική ζώνη του προβιομηχανικού πολιτισμού, με τις στροβιλίζουσες φτερωτές και τους αγαθοδαίμονες του παραδοσιακού μας πολιτισμού.

Αφιονισμένος με «τούτα και με τ΄ άλλα» ένα δειλινό βρέθηκα κοντά στη μεγαλοχωρίτικη γέφυρα του Καρπενησιώτη ποταμού, που κατείχε το χρυσό μετάλλιο των ποταμών στο βάθρο του γεωργικού μας πολιτισμού, που και γω είχα μια γνωριμία κι ένα φλέρτ μαζί του κατά τη μαθητική μου θητεία στο Καρπενήσι.

Με φιλοξένησε κι αυτός ως αρχέγονο ψαρά στα κοτρόνια του, με δέχτηκε ως κολυμβητή στα καθαρά του βουράγκια και στα ταπεινά του πετρογέφυρα δρασκέλισα από ένα φωτεινό παρελθόν σ΄ ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Άκουσα το τραγούδι της φτερωτής του νερόμυλου του και τον είδα να ποτίζει τα καρπενησιώτικα χωράφια. Αφουγκράστηκα τις ωδίνες της γέννησής του στις πηγές του και στα κεφαλόβρυσά του και γενικά μου αναρρίπισε στιγμές κρικελλοποτάμιου μεγαλείου. 

Όμως τώρα πλησιάζοντας τον, απόλαυσα τα κελαρύζοντα μαύρα βοθρολύματα να εκπνέουν φυσαλίδες ευγενών αερίων και με υποδέχτηκε με ένα μπουκέτο αρωμάτων υπέρτατης ευωδίας από τη βοθρίλα του, με το σημείωμα: «Με αγάπη από τον Καρπενησιώτη».

Έφυγα περίλυπος για το Μεγάλο Χωριό και ταυτόχρονα προβληματισμένος, γιατί παλιότερα είχα ακούσει ότι μια πολύχρονη και πολύκροτη μελέτη, που συντάχτηκε από σοβαρούς επιστήμονες και πληρώθηκε από το ελληνικό Δημόσιο, απεφάνθη ότι το νερό του Καρπενησιώτη είναι καθαρό. Βρέθηκα λοιπόν στο σκληρό δίλημμα αν πρέπει να πιστέψω τη μύτη μου ή την επιστήμη!

Ακόμα το ψάχνω.