Ο Δεκέμβρης ήταν ο δέκατος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, απ΄ όπου έλκει και το όνομά του (decem=δέκα).

Θεωρείται ο πιο κρύος μήνας, γι΄ αυτό και ο πιο δύσκολος για τους ανεπρόκοπους. Όμως για τους προκομμένους έλεγαν: «Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται».

Σήμερα, προκομμένοι κι ανεπρόκοποι, υποφέρουν αδιακρίτως, ο καθένας ανάλογα με τη μοίρα του και τον αγώνα του.  Ανύπαρκτοι είναι οι χαιρόμενοι σε ενιαύσια βάση. Ο Δεκέμβρης είναι ο μήνας που ίσως, προκομμένοι κι ανεπρόκοποι, προσδοκούν και θηρεύουν ίδιες -κατά βάσιν- ηδονές, άλλοι έντονες και ποιοτικές κι άλλοι ανεπαρκώς και χύδην.

Αρκετές ήταν οι χαρές των παλιών νοικοκυραίων, τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα. Η χαρά είναι έννοια σχετική και εναρμονισμένη με τη… λογική του Χότζα. Χαίρεσαι αν έχεις εκατό προβλήματα και ξεφορτωθείς ένα και λυπάσαι αν έχεις ένα και φορτωθείς άλλο ένα. Ο παραδοσιακός νοικοκύρης χαιρόταν, γιατί μερικώς αποτίναζε το επαχθέστερο όλων των προβλημάτων, που ήταν ο ζυγός των καλοκαιριάτικων εργασιών.

Έτσι: Πρώτον χόρταινε τον ύπνο, όμως με μια παρενέργεια, την απρογραμμάτιστη παιδοποιία. Η γυναίκα, όπως και τα υπόλοιπα ζώα, έπρεπε να γεννούν στο έμπα της άνοιξης. Άνθρωποι που έχουν γενέθλια στο τέλος του καλοκαιριού είναι προϊόν δεκεμβριανών ερώτων.

Δεύτερον το γεμάτο κελάρι και τα γιοματάρια στα βαρέλια του, προκαλούσαν ισχυρές γαστριμαργικές επιθυμίες. Στιγμές φαγοποτικής και αισθησιακής ευδαιμονίας περνούσε ο νοικοκύρης δίπλα στο φωτογόνι, με την κυρά του, το σουφλιμά, το αχνιστό ψωμί και το αδρή μπρούσκο κρασί. Ευτυχώς που υπήρχε η νηστεία του σαραντάημερου κι έτσι εξοικονομούνταν τα τρόφιμα για να βγει ο χειμώνας.

Τρίτον κάθε σοβαρός άντρας το χειμώνα περνούσε ώρες πολλές στο καφενείο. Οι άνθρωποι τότε ζούσαν μέσα στην κοινότητα και εν πολλοίς «έχαιραν μετά χαιρόντων και έκλαιαν μετά κλαιόντων». Το καφενείο ήταν το επίγειο τέμενος της κοινωνικότητας. Στον οικογενειακό προϋπολογισμό ήταν ενταγμένη μια ανελαστική δαπάνη τα «φοραβία», δηλαδή τα καφενειακά έξοδα το ανδρός.

Ο Γαρούφης είχε δυο μεγάλα κουσούρια: ποτέ δεν του περίσσευαν πιστώσεις για φοραβία και πάντα του άρεσε ο καφές στο καφενείο. Έτσι, από το Δεκέμβρη ακόμα, όταν παράγγελνε τον καφέ του συμπλήρωνε:

-Γράψτον και θα τον πληρώσω άμα πουλήσω τα κατσίκια.

Οι μήνες περνούσαν κι ο λογαριασμός ανέβαινε. Γεννήθηκαν τα κατσίκια, μεγάλωσαν, τα πούλησε μα το χρέος όχι μόνο παρέμεινε, αλλά αυγάταινε κιόλας. Ώσπου κατά τον Ιούνιο αγανάχτησε ο καφετζής και μια μέρα, εκεί που περνούσε η Γαρούφαινα καβάλα στο γαϊδούρι της, το κατάσχει (φαίνεται ο Γαρούφης το είχε υποθηκεύει κι αυτό). Όλο το καλοκαίρι το ΄βγαλε ζαλιγκωμένη η Γαρούφαινα και έλεγε όταν τη ρωτούσαν:

-Όλο το χειμώνα ρούφα-ρούφα ο Γαρούφ΄ς πάει του γ΄μάρ.