Χρονογραφήματα Η νεροκουβαλήτρα

1866

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Η βαένα ήταν ένα υδροδοχείο, που δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Παλιότερα εύκολα τις έβρισκες εγκαταλειμμένες στα χαλάσματα, στη συνέχεια τις έβλεπες γλάστρες, που φιλοξενούσαν βασιλικούς και τζιτζίφια και τώρα πλέον εξαφανίστηκαν.
“Σαρακατσάνα ροβολάει και πάει για να γεμίσει” έγραφε ο δικός μας Παπαντωνίου. Φορτωμένες τη βαένα ροβολούσαν για τις βρύσες οι όμορφες νεροκουβαλήτρες. Η γυναίκα μπορεί να μην φορούσε σαμάρι στην πλάτη της, όμως ποτέ δεν της έλειπε το φόρτωμα, ήταν ένα φορτιάρικο
μικρού ωφέλιμου φορτίου, όμως ανεκτίμητης αξίας! Ένα από τα σταθερά της φορτία ήταν η βαένα προς και από τη βρύση. Συνήθως
την κουβαλούσε ζαλικωμένη με τη μαλλινοτριχιά της, αλλά μπορούσε να την κουβαλά στο ώμο σαν
πηλοφόρι λασπιά και σπάνια στο κεφάλι σαν ακροβάτης!Οι γυναίκες περιμένοντας στη
βρύση τη σειρά τους να γεμίσουν, δεν έλεγαν μόνο τα ενίοτε κακόβουλα σχόλια για τους
άλλους, αλλά έβγαζαν και τα δικά τους εσώψυχα. Η βαένα ήταν ο αυτήκοος μάρτυρας όλων αυτών των μικρών ιστοριών και των μυστικών των
ανθρώπων της γειτονιάς και της κοινότητας. Στις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες των γυναικών στη βρύση πολλά λέγονταν και γίνονταν. Αν μπορούσαν να μιλήσουν οι βαένες θα ήταν θησαυρός για τους λαογραφίζοντες! Η κάθε βαένα έφερε δυο τρύπες, μία από πάνω και μία στο πλάι, που βουλώνονταν
πολυτελώς με φελλό και ευτελώς με ρούμπαλο από καλαμπόκι. Η πάνω τρύπα ήταν πληρώσεως και η πλαϊνή χρήσης. Επίσης στο πλάι έφερε λαβή από τσέρκι στεφανιού, για την ανδροπρεπή μεταφορά της με το χέρι. Η βαένα ήταν ιδιαίτερο και δύσκολο έργο εξειδικευμένων βαενάδων. Το
συνηθισμένο ξύλο κατασκευής ήταν ευωδιαστός κόκκινος κέδρος, που αν πολυκαίριζε ασυντήρητος η μυστική του ευωδία μετατρεπόταν σε αποκρουστική δυσωδία.Τότε που το νερό δεν έρεε άφθονο σε κάθε γωνιά του σπιτιού η βαένα ήταν
πολλαπλώς συναισθηματικά και ποιητικά φορτισμένη, γιατί από αυτήν ξεδιψούσαν όλοι, από τα διψαλέα αρσενικά ως τις φρόνιμες γυναίκες και με το νερό της έβραζε το κακκάβι στη φωτιά και χοντροπλένονταν οι καυκιές κι οι τσανάκες.
Ένα τεράστιο πρωτογενές ποιητικό υλικό θάφτηκε στη χωματερή του πολιτισμού μας.Σήμερα μας ξεδιψάνε χιλιάδες οικιακές βρύσες, όμως οι βρυσούλες στις γειτονιές
των χωριών συνεχίζουν να κελαρύζουν το τραγούδι τους σε νοσταλγικές κλίμακες εγκατάλειψης και σε πένθιμους δρόμους ενός παρελθόντος φτώχειας και ταλαιπωρίας,
όμως δημιουργικού και ανθρώπινου.Οι, σαν τα κρύα νερά, νεροκουβαλήτρες, με τις βαένες χάθηκαν κι αυτές. Και δεν υπάρχει πλέον καλή Σαμαρείτης να μας ξεδιψάσει με “νεαρόν (φρέσκο) ύδωρ” της πηγής κι ούτε θα περάσει ο Κύριος με δώρο “ύδωρ ζων”.