Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Από γενέσεως κόσμου υπάρχουν ερωτευμένοι άνθρωποι και όλοι τούτοι με κάποιον τρόπο γιορτάζουν τον έρωτά τους. Έτσι κα γω, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Έρωτος, είπα να τιμήσω το δικό μου Έρωτα. 

Ο εξ Εσπερίας Βαλεντίνος δεν μου λέει τίποτα και ούτε και έδεσα τους όποιους έρωτές μου μ΄ αυτόν. Οι Εβραίοι «Ακύλας και Πρίσκιλα», που η καθ΄ ημάς Ορθοδοξία έβαλε ανάχωμα στην επέλαση του Βαλεντίνου, μου φαίνονται ξενέρωτοι, όμως η ιδέα να είναι ζευγάρι οι Άγιοι του Έρωτα, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Έτσι αναγκάστηκα και γω να τιμήσω τον όποιον Έρωτά μου, με τον Έρωτα του προπάππου Χουλιαρο-μυτο-γιώργου και της Σολτάνας.  

Από καιρού εις καιρόν αρέσκομαι να κάνω Μελέτη Θανάτου επισκεπτόμενος το νεκροταφείο του χωριού. Μου αρέσει να αγναντεύω, τα απέραντα λόγγια, τα σκοτεινά φαράγγια και τις ηλιόλουστες γυμνοκορφές, που άφησαν το ερωτικό τους  αποτύπωμα οι χιλιάδες συγχωριανοί μου και που τώρα τ΄ αγναντεύουν από τον περίοπτο και πανοραμικό λόφο της Αγίας Παρασκευής.

Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς που γνώρισα –μεγαλύτεροι αλλά και μικρότεροι- τώρα αναπαύονται εκεί. Αισθάνομαι τυχερός που ακόμα… βασανίζομαι πάνω από το χώμα, αλλά ταυτόχρονα με διαπερνά και μια ιδιότυπη “ενοχή” για τους μικρότερους μου, που μου άφησαν χρόνους.

Περιδιαβαίνοντας στο νεκροταφείο τη γειτονιά των Χουλιαραίων, είδα να ξεχωρίζει μέσα στα βάτα και στα ψηλά χόρτα μια χοντρή πλάκα. Ήταν μια ταφόπλακα. Έξυσα -δυστυχώς- από πάνω της την πατίνα του χρόνου και τη διάβασα.

Ήταν η ταφόπλακα της Σολτάνας, της γυναίκας του προπάππου μου Χουλιαρο-μυτο-γιώργου, την οποία έχασε σχετικά νωρίς. Αυτός πέθανε σε βαθιά γεράματα. Ήταν προικισμένος ο προπάππος σε… μύτη και σε μακροζωία.

Λίγο πριν πεθάνει καλέσανε το γιατρό Γιαννακογιώργο -θρύλος κι αυτός- ο οποίος του λέει: «Μη φοβάσαι μπάρμπα, πριν από σένα, πέντε γενιές Χουλιαραίων πέθαναν μετά τα ενενήντα, έχεις ψωμί ακόμα» (εγώ είμαι ο πρώτος της όγδοης γενιάς αυτών των Χουλιαραίων, ζωή νάχω!). Στη συνέχεια τον ρωτάει: «Δε μου λες μπάρμπα Γιώργο τι καλό θυμάσαι από τη ζωή σου;» κι ο γέροντας του λέει: «Έξι μήνες που ήμουν αρραβωνιασμένος!»

Αυτόν λοιπόν τον Έρωτα ξέθαψα και γω εκατό σαράντα χρόνια μετά, κι αυτόν τον Έρωτα ο Χουλιαρομυτογιώργος διαλάλησε με την καλλιτεχνική ταφόπλακα της Σολτάνας του, πριν εκατό χρόνια.

Ο παππούς Χουλιαρομυτογιώργος ήταν προκομμένος άνθρωπος. Με το ίδιο ερωτικό πάθος, σαν αυτό με τη Σολτάνα του, έφτιαξε σπίτια, καλύβια, χωράφια, σειρές και προκοπές. Από αυτά τα έργα των Ερώτων του σήμερα μόνο η ταφόπλακα της Σολτάνας του σώζεται και κάποια δισέγγονά του.

Ίσως αν βρισκόταν στο δρόμο του ένας Κορνάρος θα έγραφε το “Γιώργος και Σολτάνα!” Ένα μικρό ερωτικό βουκολικό έπος, δίπλα στα πάρα πολλά κορυφαία -ετεροφυλικά- ερωτικά ζευγάρια, που αποθανάτισαν οι μεγάλοι της δικής μας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.