Στους κύκλους των οικονομολόγων, αλλά και μεταξύ ανθρώπων του λαού, συχνά γίνεται λόγος για τα σκληρά νομίσματα, τα οποία κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους (όπως λ,χ, το ευρώ τις χώρες του πλούσιου Βορρά) και τους φτωχούς φτωχότερους (όπως λ.χ. το ευρώ τις χώρες του φτωχού Νότου).

Εμείς, ως πιτσιρικάδες -και γενικά τα γυναικόπαιδα- είχαμε το δικό μας σκληρό νόμισμα. Νομισματοκοπείο ήταν το κοτέτσι του νοικοκυριού, το οποίο διαφέντευε ο αχρήματος συγκυβερνήτης αυτού, η νοικοκυρά. Όμως πολλές φορές το νομισματοκοπείο δεχόταν επιθέσεις από τους υπηκόους της νοικοκυράς, τα λιανόπαιδα του σπιτιού. Εξυπακούεται ότι οι νομισματικές μηχανές κοπής αυτού του νομίσματος ήταν οι κότες, οι οποίες συχνά δέχονταν το ατιμωτικό κωλοδάχτυλο από τη νοικοκυρά, στην προσπάθεια της να προγραμματίσει την νομισματική κυκλοφορία του σπιτιού, δηλαδή να δει αν έχουν αυγό.

Οι Καρπενησιώτες έμποροι είχαν εφεύρει μια μηχανή, που καθόριζε την αξία του κάθε νομίσματος-αυγού, ανάλογα με το μέγεθός του. Στον πάγκο του μαγαζιού τους είχαν κρεμασμένες τρεις κρικέλλες για να μετρούν τη διάμετρο του αυγού, καθορίζοντας έτσι ακριβοδίκαια την αξία του. Τη μέθοδο τελειοποίησε ο Σιατής, ένας μπακάλης από το Κρίκελλο και του έμεινε το τιμητικό παρατσούκλι Κρικέλλας, το οποίο κατέλειπε ως επώνυμο στους απογόνους του.

Παρά του ότι εκ πρώτης όψεως το νόμισμα φαίνεται απαραχάρακτο, ο φίλος Νάκος Κορδονούρης σε μια ιστορία του αποδεικνύει το αντίθετο. Γράφει πως μια φορά ο μικρός του αδερφός δεν είχε μολύβι για το σχολείο και ζήτησε από τη μάννα του μια δραχμή να πάει ν΄ αγοράσει. Αυτή δεν είχε χρήματα και του είπε να πάρει ένα αυγό από τη φωλιά. Ο μικρός το πήρε και πήγε και τόδωσε στο μπακάλη. Αυτός το κούνησε μπροστά στ΄ αυτί του και τ΄ αυγό «κλοπάκαγε» και του λέει: “Το αυγό είναι κλούβιο, να πας να φέρεις άλλο”, όμως που να το βρει, αφού ένα είχε η φωλιά, κι αυτό ήταν ο φώλος, όπως φαίνεται. Έτσι πάει σπίτι, το βράζει, το κρυώνει και αφού πλέον δεν κλοπάκαγε το ξαναπήγε στο μπακάλη κι έκανε τη δουλειά του.

Όσοι ζήσαμε τα μαθητικά μας χρόνια μακριά από το σπίτι μας, το αυγό εμεγαλύνετο εκτός από νόμισμα ως εκλεκτό και εύκολο φαγητό, γι΄ αυτό τα καλάθια του Σαβατοκύριακου είχαν μέσα οπωσδήποτε αυγά, αποκλειστικά για φάγωμα. Όπως όμως γράφει ο λήμνιος φίλος μου Σ. Τραγάρας, πολλοί μαθητές τα πουλούσαν κι έτσι μέσα στο καλάθι υπήρχε το σημείωμα της μάνας που έγραφε: “τ΄ αυγά είναι βρασμένα».

Οι ιστορίες –και οι παροιμίες- με τ΄ αυγά είναι πάρα πολλές. Θα πω μια απ΄ αυτές της δικής μου εμβέλειας. Όταν στο χωριό εμφανιζόταν περιπλανώμενος τενεκτζής, οι πρώτοι πελάτες του ήταν η μαρίδα του χωριού. Όλοι του έλεγαν το ίδιο πράγμα: «μπάρμπα να μου φτιάξεις μια σφυρίχτρα». Ο καλοκάγαθος τενεκτζής φραστικά δε χάλαγε χατίρια, σ΄ όλους έλεγε ναι. Πάει ένας μικρός και του λέει «μπάρμπα πάρε ένα αυγό και να μου φτιάξεις μια σφυρίχτρα» κι ο τενεκτζής του λέει: “μπράβο παιδί μου μόνο εσύ θα σφυρίξεις!”