Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Εμείς του προηγούμενου αιώνα αν γνωρίζουμε κάτι καλά και πολύπλευρα είναι τα φασόλια.

Ως φρέσκα τα γνωρίσαμε όταν χανόμασταν μέσα στον φασουλώνα του κήπου μας μαζεύοντας φρέσκα φασολάκια, που τ΄ απιθώναμε στην “ποδιά της μητέρας μας” για να τα καθαρίσει! Ως ξερά τα γευτήκαμε όταν τα ξεσπυρίζανε και τα βάζαμε «στο καπνισμένο τσουκάλι» κι αυτά βράζαν, βράζαν και βράζαν και ως δικοτυλήδονα «όταν ανθίζανε στο κάμπο και τόχαν πει στον κλήδονα πως σμίξανε φιλήδονα τα χείλη μας Μαλάμω» …Μαλάμω με τη φούρια σου. Βλέπουμε πως ο φασίολος ψιλοξευτέλισε κάπως κορυφαίους ποιητές μας, εκτός από το Βάρναλη, που στο ποίημά του “δούλος φρονημάτων υγιών” χαρακτήρισε τη φασολάδα πανεθνική και όταν στα γεράματα τον ρώτησαν ποιες είναι κατά τη γνώμη του οι μεγάλες χαρές της ζωής απάντησε: “η θάλασσα, οι γυναίκες κι η φασολάδα”.

Στο Γυμνάσιο επί ένα εξάμηνο σπουδάσαμε, σε πανεπιστημιακό επίπεδο, στο μάθημα της Φυτολογίας τον “φασίολον τον κοινόν” και τον γευτήκαμε ως θεσπέσιο έδεσμα από τα καζάνια των οικοτροφείων. Η φασολάδα είναι ίσως το μόνο φαγητό που μαγειρευόμενο σε μεγάλες ποσότητες γίνεται καλύτερη.

Αυτό το ήξεραν οι δαιμόνιοι πολιτικάντηδες και στις εκλογές έστηναν στην πλατεία το καζάνι και οι ψηφοφόροι, αφού τύλωναν την κοιλιά τους, πήγαιναν κλάνοντας και ψήφιζαν. Γιατί ο φασίολος ανήκει στα “φυσώδη” φαγητά. Φουσκοκοίλια τα έλεγαν οι μαστόροι στα κορακίστικά τους και ο ανώνυμος Βυζαντινός στον «Πωρικολόγο» του γράφει: «Φάσουλον τον κοιλιοπρήσθην και μαυρόμματον» που παραπέμπει ασφαλώς στα μαυρομάτικα φασόλια.

Με την βρώσιν της φασολάδας η πορδή πάει σύννεφο, είτε ως βροντώδης πόρδος, που τινάζει τα κεραμίδια στον αέρα είτε ως βρομώδης ξφούτα, που σπάει τις μύτες μας. Εμείς ως νεολαίοι αποδίδαμε στιχουργικά το γεγονός απαγγέλλοντας: “φασολάδα τρομερή κάθε βήμα και πορδή”.

Σπουδάζαμε τα φασόλια διαδραστικά όταν ο καθηγητής της Ανθρωπολογίας μας δίδασκε ότι το νεφρό μοιάζει με φασόλι και αυτός της Φυτολογίας μας έλεγε ότι το φασόλι μοιάζει με νεφρό. Επίσης το φασούλι ως παροιμία είχε την τιμητική του στην έκθεση περί οικονομίας και αποταμίευσης, που ξεκινούσε με τη φράση: “φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακκούλι” και τελείωνε -για τον καλύτερο- με έπαθλο ένα κουμπαρά, που τον γεμίζαμε με φασόλια, κι ένα βιβλιάριο των εκατό δραχμών από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Επίσης ως νεολαίοι γευόμασταν την εμπορική φασολάδα (ήγουν νεροζούμι) στα καρπενησιώτικα εστιατόρια. Εκεί οι γονείς μας, που πολλές φορές είχαν καταλύσει στα προπολεμικά χάνια, μας έλεγαν πως οι χανιτζήδες όταν είχαν καλαμπαλίκι (πολύ κόσμο) εφάρμοζαν την αρχή: “καλαμπαλίκι στο χάνι νερό στα φασούλια” και οι πελάτες αντίστοιχα λειτουργούνταν ελεύθερα, ξέροντας ότι εκεί “ήταν χάνι που άλλος τρώει κι άλλος κλάνει”. Γενικά τα φασόλια παλιά στήριζαν θεμέλια οίκων. Με λιγότερο από εξήντα οκάδες δεν έβγαζε τη χρονιά μια εξαμελής οικογένεια. Οι βασικές ποικιλίες ήταν τρεις. Περισσότερα ήταν τα παρδαλά φασόλια, που είχαν καλή παραγωγή, λίγα τα χαντρέλια, που ήταν το γευστικό φασουλικό ποίημα (γι΄ αυτό και κρεατοφάσουλα) κι ακόμα λιγότεροι οι γίγαντες, που ήταν κι αυτοί νοστιμότατοι. Βέβαια οι νοστιμότεροι γίγαντες, όπως γράφει ο Καζαντζάκης, ήταν αυτοί με τους οποίους περιποιήθηκαν οι καλόγεροι ενός μοναστηριού, κάποιον πρίγκιπα επισκέπτη τους. Και όταν αυτός ζήτησε λεπτομέρειες του είπαν ότι μονόχησαν όλα τα κοκόρια της περιοχής