ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ

157
mati

                                                             Ο ανεξάρτητος άνθρωπος

«…Ο άνθρωπος που θα αποφασίσει να αναμειχθεί στα κοινά, στην «πολιτική» με την καθιερωμένη ορολογία, έχει μπροστά του να διαλέξει δυο δρόμους: θα υπηρετήσει τα συμφέροντα ή των λίγων ή των ευρύτερων λαϊκών μαζών.

Τα συμφέροντα αυτά είναι καθορισμένα και ενιαία, αφού η κοινωνία είναι ταξικά διαρθρωμένη. Οι πολιτικές του πράξεις είναι εκείνες που τον τοποθετούν στη μια ή την άλλη κατηγορία. Απλώς είμαι ένας δημοκράτης που ποθώ ειλικρινά αυτό που λέγεται Πολιτική και Κοινωνική Δημοκρατία.

Πάνω από όλα είμαι ανεξάρτητος άνθρωπος, που θέλω το στόμα μου να’ ναι ελεύθερο να μιλά και το χέρι μου αδέσμευτο να γράφει. Ουδέποτε επηρεάστηκα από την οποιαδήποτε αγελαία πολιτική νοοτροπία. Δεν συμβιβάζεται με την ιδιοσυγκρασία μου και την όποια επιστημονική συγκρότηση διαθέτω, να έχω κανενός είδους αφεντικά…».

Ο δικηγόρος και δημοσιογράφος, Νικηφόρος Μανδηλαράς, αποτελούσε από τις προσωπικότητες που δεν μπορούσε να «ανεχθεί» το καθεστώς. Τα είχε βάλει άλλωστε με συγκεκριμένους στρατιωτικούς πολύ πριν αυτοί καταλύσουν τη δημοκρατία και επιβάλλουν τη στρατιωτική δικτατορία. Ως μαχητικός αναλάμβανε αφιλοκερδώς υποθέσεις πολιτών που διώκονταν για τα φρονήματά τους. Ήταν εκείνος που ανέδειξε τον ρόλο του Γεωργίου Παπαδόπουλου, για τον οποίο σύμφωνα με τις τότε μαρτυρίες, είχε προσκομίσει στον πρόεδρο του Στρατοδικείου, ιατρική γνωμάτευση πως είχε ψυχιατρικό πρόβλημα και το έκρυβε. Ανέφερε πως έπασχε από σχιζοφρένεια.

Ο ίδιος γνώριζε πως από την 21η Απριλίου και μετά θα βρισκόταν στο επίκεντρο των διώξεων και όπως φαίνεται προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό. Ξημερώματα, 21 Απρίλη 1967, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, που άλλοτε τρανταζόταν από τα βήματα χιλιάδων διαδηλωτών, ακούγεται ο φοβερός ήχος των τανκς. Μια οικογένεια φεύγει μέσα στο σκοτάδι εσπευσμένα από το σπίτι της. Μόλις που προλαβαίνουν. Ύστερα από λίγο τα όργανα της χούντας σπάνε την πόρτα του σπιτιού…

Κρύβεται μαζί με τη γυναίκα και το παιδί του για λίγες μέρες, αλλά ο τόπος δεν το χωράει. Ξέρει ότι δεν μπορεί να δουλέψει στην παρανομία, γιατί το πρόσωπό του είναι πασίγνωστο. Όλοι, μόλις βγει, θα τον αναγνωρίσουν. Το ταξίδι που άρχισε με πρώτο προορισμό την Κύπρο και εν συνεχεία τη Δυτική Ευρώπη, σταμάτησε απότομα το απόγευμα της 18ης Μαΐου. Την ημέρα που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πλοίο που τον μετέφερε, την ημέρα που θα έπεφτε νεκρός. Τον Μάιο του 1967 επιβιβάστηκε στο πλοίο «Ρίτα Β.» για την Αμμόχωστο της Κύπρου και μία εβδομάδα αργότερα, το πτώμα του εκβράστηκε σε ακτή της Ρόδου. Το στυγερό εκείνο έγκλημα δεν εξιχνιάστηκε ποτέ… Απ’ ό,τι φαίνεται από τα επίσημα έγγραφα της δικογραφίας – αλλά και από την ομολογία του – αυτός που πρόδωσε τη φυγάδευση του Νικηφόρου ο ίδιος ο καπετάνιος του καραβιού διαφυγής.