Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

«Ο Άγιος Φεβρουάριος», Μάνος Ελευθερίου

Στα εννιακόσια δέκα οχτώ/ από την Μικράν Ασία/ μου `στειλες κάρτες με στρατό/ και με την Αγιά Σοφία/ Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό/ Μ’ από τότε μέχρι εδώ/ σπίτι μείναμε μόνο δυό/ ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ/ Πρόσφυγα σ’ έριξαν εδώ/ κι ο χάρος έξι βήματα/ στα χρόνια που `ρθα να σε δω/ μέσα στα παραπήγματα/Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό.

Δ. Μυταράς, ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ, 1993

«Η μορφή της μοίρας», Γιώργος Σεφέρης
Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού, γύροι των άστρων κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη,/γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή./Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας μαυρομαντιλούσας/  χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στήθος άσπρο σαν το γάλα/ κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του./ Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθούσαν καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα κι όταν ακόμη/ αρμενίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το λάκκο των κυμάτων/ σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους/ ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά./ Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,/ γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί σε τρύπησαν με τη λόγχη, γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη γυναίκα/ που κοίταζε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου να μιλήσει,/ γιατί σου στέρησαν το φως το πέλαγο το ψωμί./Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;/ Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα, ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια•/ ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;/Άφησε μη ρωτάς• τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι/ γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια δεμένα,/ άφησε μη ρωτάς, περίμενε• το αίμα, το αίμα/ ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Άι-Γιώργη τον καβαλάρη/ για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα./
1η Οχτώβρη ’41

«Αιχμή Φεβρουαρίου», Μίλτου Σαχτούρη
Κακή μητέρα/με τα καρφιτσωμένα μάτια/μ’ ένα μεγάλο καρφωμένο στόμα/με τα εφτά σου δάχτυλα/πιάνεις το βρέφος σου και το χαϊδεύεις/ύστερα απλώνεις τ’ άσπρα χέρια σου μπροστά/κι ο ουρανός τα καίει με τη χρυσή βροχή του

«Ήρθα ντυμένος», Κλείτος Κύρου

Ήρθα ντυμένος φλεβαριάτικα ρούχα μια νύχτα ερειπωμένη/ Αδιάκοπα ταξίδια, χιλιόμετρα αναμνήσεων κι ο σουβλερός/ άνεμος στις παγωμένες λίμνες να ποδοπατεί χωρίς έλεος/ την εσθήτα του καλοκαιριού/ διαβαίνεις κάμπους και λαγκαδιές κρύσταλλα και/ σταλαχτίτες ζεσταμένος από την πυροστιά των ματιών/ της που θ’ ανθίσουν στη θέα σου/ Μα κάποτε αλλάζει κι ο ρυθμός που σε κατέχει/ Και οι απαντήσεις είναι πάντα τόσο φευγαλέες/ Και το κορίτσι με το βιβλίο της βυζαντινολογίας ανοιχτό στα χέρια του/Δε θα σου πει τον καημό του/ Κάθε βράδυ το φως θα δραπετεύει από τις γρίλιες για να/ συναντήσει τον άσωτο που δεν έχει γυρισμό/ και τα ερωτικά γράμματα σωρεύονται δένονται κατόπι με ροζ κορδέλες/ κι ύστερα μια σιωπή μια σιωπή γιομάτη.[…]