Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος
                                                             

«Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου», Φ. Γκ. Λόρκα
“Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών./ Πού πας, ομορφούλα μου,/ Χιονούλα και ήλιε;/ Πάω στις μαργαρίτες/ του πράσινου λιβαδιού./ Δε φοβάσαι/ που αλαργεύεις μόνη;/ Ούτε ο ερωδιός ούτε ο ίσκιος/ φοβίζουν τον έρωτα./ Τον ήλιο να φοβάσαι, ομορφούλα μου,/ χιονάτη κόρη./ Έχει φύγει η καρδιά μου,/ για πάντα./ Ποια είσαι, λευκή κόρη,/ κι από πού έρχεσαι;/ Γυρίζω από τους έρωτες/ κι από τις κρήνες./ Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών./ Τι έχεις στα χείλη σου/ που τα φλογίζει;/ Το άστρο του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει./ Τι έχεις στο στήθος σου/ λεπτό κι ωραίο;/ Το σπαθί του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει./ Τι λεν τα μαύρα μάτια σου,/ σοβαρό και βαθύ;/ Τη σκληρή απελπισιά μου/ που πάντα πληγώνει./ Γιατί φοράς μαύρο/ του θανάτου μανδύα;/ Αλίμονο, είμαι θλιμμένη/ κι άκληρη χήρα,/
του κόντε της Δάφνης/ της Ροδοδάφνης./ Αφού κανέναν δεν αγαπάς,/ τι ψάχνεις εδώ;/ Το σώμα του όμορφου κόντε μου/ της Ροδοδάφνης./ Ψάχνεις λοιπόν τον έρωτα να βρεις/ άπιστη χήρα;/ Σου εύχομαι να τον βρεις./ Τα άστρα του ουρανού/ είναι οι πόθοι μου,/ σ’ αυτά θα βρω τον εραστή μου/ που ζει και πεθαίνει./ Αναπαύεται μες στο νερό,/ χιονάτη κόρη/ σκεπασμένος με νοσταλγίες/ κι άσπρα γαρίφαλα./ Αχ, ιππότη περιπλανώμενε/ στα κυπαρίσσια,/ μια νύχτα φεγγαρόφωτη/ σου χαρίζει η ψυχή μου./ Ω, Ίσις ονειροπαρμένη!/ Κόρη δίχως γλύκα,/ με στόματα παιδιών/ λέει τις ιστορίες της./ Την καρδιά μου σου δίνω./ Μια καρδιά ήρεμη/ πληγωμένη από το βλέμμα/ των γυναικών./ Γενναίε ιππότη,/ ο Θεός μαζί σου./
Πάω να βρω τον κόντε/ της Ροδοδάφνης./ Αντίο, δέσποινα μου,/ κοιμισμένο ρόδο,/εσύ πας στον έρωτα/ κι εγώ πάω στο θάνατο./ Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών./ Η καρδιά μου αιμορραγεί,/ κόκκινη κρήνη”.


«Υπέροχες Νύχτες του Ιουλίου», Γιάννης Ρίτσος


Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών/και των γρύλων – έλεγε, –/ το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς/ αγκυροβολημένο στο παλιό τζάκι της καλύβας,/ η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –/ δε σου ζητούν αποδείξεις,/ οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,/ υπάρχουμε,/ μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της/ θερινής νύχτας,/ τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,/ οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,/ τα κορίτσια ξύπνια,/ η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,/ το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι./ Ο μικρός ακούρευτος βοσκός/ ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,/ τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,/ το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,/ τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πως περίμενε,/ έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο/ και ξάπλωσε μόνος, σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του, (μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),/ κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –/ Άγνωστη γνώση/ γνώση του σώματος,/άγνωστο σώμα./