Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Είχαν πέσει επάνω μου δεκάδες παιδιά κι όχι μόνο αυτά που πήγα να φιλέψω. Από πού βγήκαν, από πού εξόρμησαν; Τρέξανε οι φίλοι μου και με ελευθερώσανε. Μέρες και μέρες δεν τολμούσα να βάλω το χέρι μου στην τσέπη μπροστά σε παιδιά. Θυμάμαι πως όταν είχα δει το έργο του Τένεσυ Oυίλιαμς. Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, είχα εξαγριωθεί με τα παιδιά που κυριολεκτικά κομματιάζουν τον άντρα με την άσπρη ατσαλάκωτη σατακρούτα. Βρήκα τότε τη φαντασία του Oυίλιαμς αρρωστημένη και οδυνηρή. Μετά το πάθημά μου σκέφθηκα πως ίσως μια τέτοια παράλληλη εμπειρία να του είχε εμπνεύσει εκείνη την άγρια σκηνή που φυσικά την είχε φορτίσει με τα δικά του σύμβολα. Συμπαθάτε με που με τις παρενθέσεις μου σας κρατάω ακόμα στο αεροδρόμιο αλλά αποκεί αρχίζει το οδοιπορικό μου και οι πρώτες εντυπώσεις μου. Όταν πήραμε το δρόμο για το Νέο Δελχί προειδοποιημένη για τη φτώχεια του τόπου, περίμενα να δω κάτι σαν τις τρώγλες της Ταϋλάνδης όπου επί χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο του Μπαγκόγκ δεν έβλεπες παρά παραπήγματα από σάπιο ξύλο και τενεκέδες πάνω σε πιλοτή που κολυμπούσε στη λάσπη. Εδώ όχι μόνο δεν είδα κάτι τέτοιο, τουλάχιστο σ’ αυτή την πρώτη διαδρομή, αλλά αντίθετα όσο πλησιάζαμε προς την πόλη τόσο γινόταν εμφανέστερη μια θαυμάσια μελετημένη πολεοδομία, με φαρδιούς δρόμους κάτι σαν τη δική μας Συγγρού, με μεγάλες πλατείες και πάρκα καταπράσινα. «Τι θαυμάσιο πράσινο που έχετε», είπα στις φίλες που με συνοδεύανε. «Ε! αυτό μας έλειπε, να μην έχουμε και πράσινο… Ξέρετε το Νέο Δελχί έχει οικοδομηθεί μέσα σ’ ένα δάσος». Αυτό το κατάλαβα πιο καλά σε λίγες μέρες, όταν ξυπνούσα μέσα στην πόλη από χιλιάδες κελαηδισμούς και έβλεπα από κοκκινολαίμηδες και καρδερίνες μέχρι γεράκια καθισμένα πάνω στα δέντρα απέναντί μου και πάνω από το κεφάλι μου, ενώ εκατοντάδες γκριζόασπρα σκιουράκια έπαιζαν στα πόδια μου εξημερωμένα τελείως και δίχως κανένα φόβο για τους ανθρώπους. Γενικά στην Ινδία παρατήρησα πόσο σεβασμό και αγάπη νιώθουν οι άνθρωποι για τα ζώα. Πολλές φορές συλλογίστηκα, όταν έβλεπα τα κατσίκια να βοσκάνε ανενόχλητα στην πρασινάδα του ξενοδοχείου, τα σκυλιά να κουνάνε την ουρά τους στους περαστικούς και τα σκιουράκια να ανεβαίνουν σχεδόν στην ποδιά σου, πως ίσως ο φόβος της μετεμψύχωσης που την πιστεύουν ακλόνητα οι Ινδοί τούς κάνει τόσο ευγενικούς προς τα ζώα. Ποιος ξέρει ίσως αυτή η μαϊμού, η γάτα ή το καναρίνι να ’ταν η κατοικία κάποιου προσώπου αγαπητού ή και ακόμα η μελλοντική μορφή του μετά το θάνατό του.