Την τελευταία εβδομάδα βρέθηκα να ζω μια συνθήκη που δεν περίμενα ποτέ στη ζωή μου να ζήσω, όπως και όλα αυτά που μας συμβαίνουν τους τελευταίους πολλούς πια μήνες. Βρέθηκα σε κατ’οίκον περιορισμό (!) στο Ραπτόπουλο, όχι γιατί έχω κορωνοϊό, αλλά γιατί έκλεισε όλο το χωριό με τοπικό lockdown και δεν επιτρέπεται να βγούμε ούτε από το σπίτι κι ας μην έχουμε τον ιό.

Σε αυτή την περίεργη συγκυρία, λοιπόν, μου γεννήθηκε μεγάλη ‘δίψα’ να διαβάσω Καζαντζάκη και ξεκίνησα να διαβάζω τις «Αδερφοφάδες» που δεν είχα προλάβει ποτέ πριν. Δύσκολο βιβλίο, σε ‘τεντώνει’ στα άκρα και με τον διεισδυτικό τρόπο του ο Καζαντζάκης μιλάει για τον εμφύλιο, για τον αλληλοσκοτωμό, τη ‘φαγωμάρα’ του γένους μας και φυσικά για το Θεό και την ελευθερία. Ταιριαστό δεν βρίσκετε; Άλλωστε υπότιτλος του βιβλίου είναι η φράση ‘’Ηθελε, λέει, να ‘ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!..’. Για τις «Αδερφοφάδες» όμως και για τον συγκεκριμένο αλλά και γενικότερο εγκλεισμό θα γράψω κάποια άλλη στιγμή, όταν δεν θα ‘βράζει’ τόσο πολύ η κατάσταση (ούτε μέσα μου ούτε έξω).

Αναλογιζόμενη, όμως, όλο αυτό που ζούμε και με αφορμή τη φράση μεγαλοπαράγοντα του τόπου μας, ο οποίος μου είπε επί λέξει ‘μας λώβιασαν’ για τους ανθρώπους που έφεραν τον ιό στην Ευρυτανία, θυμήθηκα ένα άλλο έργο του Καζαντζάκη, τον ‘Φτωχούλη του Θεού’ που αφορά στη ζωή και το έργο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Εκεί κάπου στον αγώνα του Αγίου με τους προσωπικούς του ‘δαίμονες’ λέει: 

«- Νά, δέ θέλω τους λεπρούς· δέν μπορώ να τους δώ· και μόνο ν’ ακούσω άπο μακριά τα κουδουνάκια πού φορούν για να τ’ ακούν και ν’ άλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ. Συχώρεσε με, Θεέ μου· … τί άλλο, το λοιπόν, ζητάς άπό μένα; – Σήκω απάνω, ξημέρωσε· … έμπα στο δρόμο και θ’ ακούσεις κουδουνάκια· είναι ένας λεπρός, εγώ σού τον στέλνω· πέσε απάνω του, φίλησε τον. …Δέ βάσταξα πιά. – Δέν είσαι πατέρας, τού φώναξα, δέν αγαπάς τους ανθρώπους· είσαι ανήλεος και παντοδύναμος και παίζεις μαζί μας· άκουσες τώρα στο δρόμο πού ‘λεγα τού συντρόφου μου πώς δέν μπορώ ν’ αγγίξω λεπρό, κι εύτύς θές νά μέ ρίξεις στην αγκαλιά της λέπρας. Δέν υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος πιο βολικός, νά ‘ρθει ό κακόμοιρος ό άνθρωπος, Θεέ μου, νά σέ βρει; Τα σπλάχνα μου σκίστηκαν κάποιος γέλασε μέσα μου. – Δέν υπάρχει, ακούστηκε σέ λίγο ή φωνή και κόπηκε απότομα. … ‘Άξαφνα ό Φραγκίσκος στάθηκε, κατάχλωμος. Μέ άρπαξε άπό το μπράτσο: – Ακούς; είπε σιγά. – Όχι, τί; -Κουδουνάκια… … Ό Φραγκίσκος είχε κιόλα πάρει φόρα, έτρεχε· ό λεπρός είχε προβάλει μέσα άπό τα δέντρα· κρατούσε ένα ραβδί γεμάτο κουδούνια και τό κουνούσε, νά τό ακούν και νά φεύγουν οι διαβάτες. Έτρεχε ό Φραγκίσκος μέ τις αγκάλες ανοιχτές, ό λεπρός τον είδε, σταμάτησε. … Ό Φραγκίσκος έπεσε απάνω στο λεπρό, τον αγκάλιασε, έσκυψε, τον φίλησε στο στόμα. Κι ύστερα τον σήκωσε στην αγκαλιά του, τον σκέπασε μέ τό ράσο του κι άρχισε νά προχωράει αργά, βαριοπατώντας, κατά τήν πολιτεία· σίγουρα θά ‘ταν εκεί κοντά κανένα λεπροκομείο νά τον αποθέσει. … Κι άξαφνα είδα τό Φραγκίσκο νά σταματάει απότομα· έσκυψε, άναμέρισε τό ράσο νά ξεσκεπάσει τό λεπρό· κι όλομεμιας έσυρε φωνή μεγάλη: τό ράσο ήταν αδειανό! … Κυλίσθηκε χάμω, ξάπλωσε πίστομα κι άρχισε νά φιλάει τό χώμα και νά κλαίει. … Δέν ήταν λεπρός, ήταν ό ίδιος ό Χριστός κι είχε κατέβει στή γης λωβιασμένος, νά δοκιμάσει τό Φραγκίσκο. …-Έγώ, φράτε Λεόνε, κατάλαβα ετούτο: όλοι οι λεπροί, οι σακάτες, οι αμαρτωλοί, αν τους φιλήσεις στο στόμα … Όλοι ετούτοι, μουρμούρισε, αν τους φιλήσεις στο στόμα, συγχώρεσε με, Θεέ μου, γίνουνται Χριστός…»

Επειδή ο αγαπημένος μου Άγιος, είναι δίπλα μου σε πολύ δύσκολα μονοπάτια τα τελευταία δέκα χρόνια, νιώθω ότι είναι και τώρα κοντά μας, κι επειδή αυτή την ώρα είναι ξημερώματα του Αγίου Ελευθερίου (κι ευελπιστώ ότι θα μας ελευθερώσει), αποφάσισα να μην γράψω για τη διχόνοια και τον αλληλοσπαραγμό που υπάρχει και θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια, αλλά για την αγάπη. Λέει ο Φραγκίσκος μέσω της πένας του Καζαντζάκη:

«Είπα στη μυγδαλιά: “Αδερφή, μίλησέ μου για τον Θεό”. Κι η μυγδαλιά άνθισε…»

Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα

Εκδότρια

φωτο: alex dukhanov