Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Τα πήλινα αγγεία στο ευρυτανικό σπίτι ήταν πολύ περιορισμένα, ως εισαγόμενα είδη και ως αντικταστάσιμα από την αναπτυγμένη επιχώρια μικροβαρελοποιία.

Υπήρχε όμως το μπότι ή μπότης, ή στάμνα ή λαγήνι πότε κυρίως ως οινηρόν δοχείον δηλ. αποθήκευαν τσίπουρο ξίδι ή και κρασί κι ενίοτε ως υδαρές για τη μεταφορά νερού από τις άφθονες κρυόβρυσες των χωριών μας. Και τα δυο έμοιαζαν σαν μονοζυγωτικά δίδυμα. Μια συνήθης διαφορά τους ήταν ότι το οινηρόν που άκουγε συνήθως στο όνομα μπότης είχε δυο χειρολαβές και το υδαρές με το όνομα στάμνα ή σταμνί είχε μία. Πάντως και τα δύο ήταν το ίδιο στενόλαιμα κα εφυαλωμένα εσωτερικά. Οι Βυζαντινοί το οινηρό το έλεγαν «εμπότη» ή «εμποτόπουλον» και ο Πτωχοπρόδρόμος -μάλλον- επιθυμούσε: «Το άσπρον εμποτόπουλον γεμάτον κρασοβόλιν».

Στην εύρυτο Ευρυτανία μας από παλιά «Σαρακατσάνα ροβολούσε να πάει να γεμίσει» και μέχρι σήμερα οι ελάχιστες καλές μας Σαμαρείτισσες δε ρωτούν τω αιτούντι: «πως συ παρ΄ εμού πιείν αιτείς;» Ζωτική και ζωογόνα ελευθεριότητα, η οποία γίνεται θεάρεστη όταν «τω αιτούντι δοθείσεται».

Η στάμνα με το απιδοειδές και θηλυκόμορφον σχήμα της ήταν ότι το καλύτερο για το ξεδίψασμα των αιωνίως –ίσως μέχρι πρότινος- διψαλέων και θρασαλέων αρσενικών.

«Σαν πας Μαλάμω μ΄ για νερό

εγώ στη βρύση καρτερώ

να σου τσακίσω το σταμνί…»

απειλούσε ο ανεβάσταγος των κάμπων, γιατί ο βουνίσιος του ομογάλακτος δεν είχε τέτοια τύχη, καθ΄ ότι οι δικές μας σαμαρείτισσες γέμιζαν την ξύλινη βαένα τους, η οποία δύσκολα θρυμματιζόταν. Η βιοτή στα κακοβίωτα βουνά μας δεν άφηναν περιθώρια για εξωρέξια, εκτός του Υμέναιου άντρου, γι΄ αυτό και οι νεροκουβαλήτρες ήταν πολύ δύσκολες και καθόλου απλόχερες, όσο κι αν η καρδιά τους και το πεπυρωμένον των σαρκικών πόθων τους, διακαώς το επιζητούσε. Δύσκολα ήταν τα εκτός γάμου τσιλιμπουρδίσματα, πολλώ δε μάλλον οι ομοφυλοφιλικές λιχουδιές, που τότε ήταν συνήθειο των ανωτέρων τάξεων και σήμερα σύμπασας της ανεπτυγμένης και εξελιγμένης Δύσης.

«Πολλές φορές πάει το σταμνί στη βρύση και κάποτε θα σπάσει» έλεγαν θυμοσοφούντες οι παλιοί, που είχαν τα μυαλά τους. Μάλιστα ο Χότζας που είχε το περισσότερο μυαλό, για να μη σπάσει τη στάμνα η όμορφη κόρη του –και όχι μόνον- όταν πήγαινε για νερό, την ξυλοφόρτωνε προκαταβολικά.

Σ΄ ένα γνωστό δημοτικό τραγούδι για ένα σπάσιμο της στάμνας, με αφελείς αμφιθυμικές αναφορές περί της ηθικής ακεραιότητας της κόρης, η μάνα μαλώνει την κόρη κι αυτή δικαιολογείται:

«Μη με δέρνεις καλέ μάνα

πού ΄σπασα καινούργια στάμνα

κι η βαρέλα ας είν΄ καλά

για να πιούνε τα παιδιά»

αναδεικνύοντας παράλληλα και την υπεροχή της… βαρελοποιίας.