Η Μητέρα της Ρούμελης
Με μεγάλη ευλάβεια γιορτάζεται στις, 23 Αυγούστου, η τιμή στην Παναγία την Προυσιώτισσα, σε ολόκληρη την Ευρυτανία, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ρούμελης και της Ελλάδας γενικότερα. Αυτή την ημέρα από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, όχι μόνο τιμάται η θαυματουργός Παναγία του Προυσού, αλλά συγχρόνως γιορτάζεται και η Απόδοση της Κοίμησης της Θεοτόκου και έτσι πανηγυρικά κλείνει η Κοίμηση και η Μετάσταση της Παναγίας, που τιμάται στις 15 Αυγούστου.
«Απόδοσις» στην εκκλησιαστική γλώσσα είναι η ολοκλήρωση μιας μεγάλης χριστιανικής εορτής που ξεκίνησε πριν από οκτώ ημέρες. Είναι συνήθεια που παρέλαβαν οι Χριστιανοί από τους Ιουδαίους. Στη λαϊκή παράδοση αποκαλείται τα «εννιάμερα της Παναγίας», και είναι πολλά τα μέρη στην Ελλάδα που τιμούν κυρίως τότε την Παναγία και γιορτάζουν τις εκκλησίες τους και τις ονομαστικές τους εορτές.
Στην Ευρυτανία όμως, παράλληλα με τη μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, γιορτάζουμε τη συμπονετική Μητέρα που μέσα από τα βράχια του Προυσού μας χαρίζει καθημερινά τα θαύματά της. Πάμπολλες είναι οι θεραπείες σε σοβαρές ή και ‘ανίατες’ ασθένειες που έκανε η Προυσιώτισσα, και πολλοί είναι οι πιστοί που πηγαίνουν με τα πόδια στο Μοναστήρι, από το Καρπενήσι ή και από το Αγρίνιο και τις γύρω περιοχές, πραγματοποιώντας το τάμα τους στην Παναγία.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Επί της βασιλείας του, ο εικονομάχος Αυτοκράτορας Θεόφιλος στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε μεγάλο διωγμό κατά των Αγίων εικόνων και έστειλε βασιλικές διαταγές σε κάθε πόλη και χώρα της αυτοκρατορίας, με τις οποίες διέτασσε τους ορθόδοξους χριστιανούςνα κατεβάσουν τις Άγιες εικόνες και να τις κάψουν ή να τις καταστρέψουν, απειλώντας τους με βασανιστήρια και εξορίες για τη μη συμμόρφωσή τους. Όσοι ακολουθούσαν τη βασιλική διαταγή έπαιρναν αξιώματα και τιμές όσοι όμως αρνούνταν να καταστρέψουν τις εικόνες, τους είτε τους εκτελούσε με απάνθρωπα βασανιστήρια είτε τους εξόριζε.
Εκείνη την εποχή το 829 μ.Χ η εικόνα της Παναγίας βρισκόταν σε μια πόλη της Τουρκίας, την Προύσα της Μικράς Ασίας. Όπως τιμούσαν την Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη, έτσι ακριβώς οι πιστοί τιμούσαν τον ναό που βρισκόταν η ιερή εικόνα της Παναγίας. Όταν όμως, ήρθε η βασιλική διαταγή να καταστραφούν όλες οι ιερές εικόνες ένα αρχοντόπουλο, γιος ενός άρχοντα της βασιλικής αυλής, κινούμενος από την πίστη του και βλέποντας τα θαύματα που καθημερινά έκανε η εικόνα της Παναγίας δεν θέλησε να υπακούσει και να καταστρέψει την θαυματουργή εικόνα, αλλά την πήρε και κατέφυγε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου θα μπορούσε να παραφυλαχθεί από τους μανιώδεις αιρετικούς.
Κατεβαίνοντας ο νέος με την ιερή εικόνα ως την Καλλίπολη της Θράκης, άγνωστο πώς, η εικόνα χάθηκε, ενώ το αρχοντόπουλο συντετριμμένο συνέχισε το ταξίδι του και τελικά έφτασε στην Υπάτη, κοντά στη σημερινή Λαμία, και έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι.
Κάποια νύχτα, ένα παιδί από τους βοσκούς, φύλαγε το κοπάδι του πατέρα του και εκεί που κοιμόταν, περίπου στο σημερινό κοιμητήριο της Μονής, δίπλα από το κρυφό σχολειό, ακούει ξαφνικά πίσω του γλυκούς και απαλούς ύμνους. Από το φόβο του ξύπνησε και ενώ αναρωτιόταν από πού έρχονται οι ύμνοι αυτοί, βλέπει ξαφνικά ένα πύρινο στύλο, μια φωτεινή δέσμη που ξεκινούσε από μια σπηλιά και έφτανε ως τον ουρανό.
Κατατρομαγμένο πηγαίνει στον πατέρα του και του αναφέρει το παράδοξο αυτό γεγονός. Ο πατέρας του αρχικά δεν το πίστεψε, αλλά εξαιτίας της επιμονής του παιδιού του, την άλλη νύχτα πηγαίνουν μαζί στο σημείο.Οι μελωδίες συνεχιζόταν και ο πυρσός ξεκινούσε πάλι από το σπήλαιο και έφτανε στον ουρανό. Έτσι μαζί με μερικούς άλλους βοσκούς εξερευνούν το σπήλαιο και βλέπουν την Αγία εικόνα να φεγγοβολά και να αστράφτει. Αφού την προσκύνησαν και χάρηκαν που βρήκαν ένα τέτοιο θησαυρό, άνοιξαν μονοπάτι προς το σπήλαιο για να πηγαίνουν καθημερινά να προσκυνούν την εικόνα. Με ποιο όμως τρόπο πήγε εκεί η εικόνα, κανείς δεν ήξερε.
Μετά από λίγες ημέρες, το γεγονός αυτό μαθεύτηκε στις γύρω περιοχές και έφτασε στα αυτιά του αρχοντόπουλου που την μετέφερε από την Προύσα. Χωρίς να χάσει καιρό πήρε μαζί του τους δούλους του και πήγε στο σημείο αναζητώντας την εικόνα που έχασε. Μόλις την αντίκρισε, την αναγνώρισε αμέσως και έπεσε κάτω προσκυνώντας Την. Έπειτα αφού φιλοδώρησε τους χωρικούς που την βρήκαν πήρε την εικόνα για να επιστρέψει στην Υπάτη. Καθώς έφτασαν σε κάποιο ύψωμα του δρόμου κουράστηκαν και έβαλαν την εικόνα σε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι για να ξαποστάσουν. Ενώ αποκοιμήθηκαν, όταν ξύπνησαν δε βρήκαν την εικόνα και ο άρχοντας σκέφτηκε ότι τους παρακολουθούσαν οι βοσκοί και ήρθαν κρυφά και την έκλεψαν. Καθώς επέστρεφαν πίσω, το αρχοντόπουλο άκουσε μια γυναικεία φωνή λέγοντάς του : « Ω νέε σώσου και πήγαινε στο καλό, διότι εγώ αναπαύομαι καλύτερα σε αυτούς τους άγριους και ορεινούς τόπους με απλοϊκούς βοσκούς παρά σε μεγαλουπόλεις με πλούσιους άρχοντες. Αν θέλεις να μείνεις μαζί μου έλα και θα ναι και για καλό σου » και ξαφνικά πάνω στο βουνό δημιουργήθηκε το τύπωμα της Παναγίας μια τρύπα στην κορυφή του βουνού σε μέγεθος ίση με την εικόνα και κατά ύψος του βουνού εμφανίστηκαν αποτυπώματα ανθρωπίνου πέλματος. Έτσι έφτασε η εικόνα στον Προυσό Ευρυτανίας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, το αρχοντόπουλο ελευθέρωσε τους δούλους του, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία της Παναγίας, πήρε το μοναχικό όνομα Διονύσιος και ο δούλος του που πήρε το όνομα Τιμόθεος. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μοναχοί της Μονής Προυσού. Εκατοντάδες υπήρξαν συνολικά οι μοναχοί που έζησαν στην ιστορική Μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας, μέσα στα χρόνια.Το Μοναστήρι χτίστηκε τον 11ο αιώνα και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας βρίσκεται πάντα εκεί. Η παράδοση, θέλει την εικόνα έργο του Ευαγγελιστή Λουκά και αναφέρει ότι πρόκειται για τον εικονογραφικό τύπο της Οδηγήτριας. Την εικόνα την καλύπτει αργυρή και χρυσή επένδυση και μόνο τα ζωγραφισμένα πρόσωπα των εικονιζομένων είναι φανερά. Η επένδυση -το πουκάμισο της Παναγίας- οφείλεται σε εκπλήρωση τάματος του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος όταν συχνά αρρώσταινε από την ασθένεια της θέρμης, φιλοξενούνταν στην Μονή Προυσού και νοσηλευόταν εκεί. Έταξε στην Παναγία να του χαρίσει την γιατρειά για να συνεχίσει τους ένδοξους αγώνες του για την απελευθέρωση του γένους, και θα την έντυνε με αργυρόχρυσο πουκάμισο. Πράγματι μετά την θεραπεία, ευγνωμονώντας Την, εκπλήρωσε το τάμα του ντύνοντας την εικόνα με τη θαυμάσια τεχνουργημένη επένδυση ,έργο του χρυσοχόου καλλιτέχνη Γεωργίου Καρανίκα το 1824, όπως μας αποκαλύπτει η ανάγλυφη επιγραφή πάνω από τον δεξιό ώμο της Παναγίας : « Η Παντάνασσα. Δι εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824 ».