Μετράμε αντίστροφα για το καλωσόρισμα του φετινού χειμώνα, ενός χειμώνα απρόβλεπτου και καθοριστικού για την μεγάλη αλλαγή που έρχεται στα μυαλά και στις συνήθειες όλου του κόσμου. Έναν χειμώνα συνέχεια των αργών αλλαγών των προηγούμενων χρόνων, που περνώντας μέσα από συμπληγάδες και άλλα μυθικά τέρατα, θα μας φέρει πιο κοντά στην κάθαρση και στο τέλος μιας εποχής. Και μπορεί σήμερα στα τέλη του Σεπτέμβρη τίποτα καθαρό να μη διαφαίνεται ακόμα, αλλά ευτυχώς οι νόμοι της φυσικής πάντα επικρατούν σε τούτον τον ντουνιά και η δράση θα φέρει την αντίδραση.

Ένας αέρας Πεχλιβάνης θα ‘ρθει, όχι μάλλον από πολύ μακριά, για να σηκώσει κάθε βαριά καθισμένο, βολεμένο και κοιμισμένο από αρχισυντάκτες ΜΜΕ και λοιπούς μαέστρους μιας φοβικής πραγματικότητας. Αν και ο καλλιτέχνης όταν έγραφε τον ‘Πεχλιβάνη’ δεν εμπνεύστηκε από κάποιο πολιτικό αδιέξοδο, ακούστηκε στ’ αυτιά μου σαν ένα όμορφο εμβατήριο για την εποχή που η κάθε Πακίτα Γκαλιέγο, θα θυμηθεί ότι σε τούτη την χώρα δεν γνώρισε ποτέ τον φόβο και ότι μπορεί να κάνει την σαπουνόπερα έπος!

Αφιερωμένο λοιπόν σε τούτο τον τόπο που η διαφορά του απ΄ τους άλλους τόπους, είναι ότι πάντα μοιάζει ατίθασος και γεμάτος ανατροπές και χαλάει με έναν άνεμο απ’ τα ψηλά βουνά τις φυλακές που χτίζονται.

‘‘Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο.

Ακούστε τί απάντησε όταν τη ρωτήσαμε αν γνώρισε ποτέ το φόβο. Να η απάντηση:

-Δεν τον γνώρισα. Και …μη με ρωτάτε γι’ αυτό παρακαλώ. Είμαι …ευαίσθητη σ’ αυτό το θέμα.

Μια νύχτα θα ‘ρθει από μακριά, βρ’αμάν, αμάν,

αέρας πεχλιβάνης,

να μη μπορείς να κοιμηθείς, βρ’αμάν, αμάν,

μόλις τον ανασάνεις.

Θα ‘χει θυμάρι στα μαλλιά, βρ’αμάν, αμάν,

κράνα για σκουλαρίκια

και μες στο στόμα θα γυρνάν, βρ’αμάν, αμάν,

ρητορικά χαλίκια.

Θα κατεβεί σαν άρχοντας, βρ’αμάν, αμάν,

θα κατεβεί σαν λύκος,

να πάρει χρώμα και ζωή, βρ’αμάν, αμάν,

της μοναξιάς ο κήπος.

Τα μελισσάκια θα γυρνάν, βρ’αμάν, αμάν,

γύρω απ’ τις πολυθρόνες

και το νερό το κρύσταλλο, βρ’αμάν, αμάν,

θα ρέει απ’ τις οθόνες.

Αγέρα να ‘σαι τιμωρός, βρ’αμάν, αμάν,

να ‘σαι και παιχνιδιάρης

κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, βρ’αμάν, αμάν,

να ‘ρθεις να μου την πάρεις.

Για να κοιτάζει από ψηλά, βρ’αμάν, αμάν,

του κόσμου τη ραστώνη,

να ξεχαστεί σαν των βουνών, βρ’αμάν, αμάν,

το περσινό το χιόνι.’’