Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

«Άνεμος του Νοεμβρίου»

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυν-
ση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’
αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελ-
θον (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.



«Ο πρώτος στίχος»
Aλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρό-
μου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιόν
αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζεις πιο αληθινά –
Πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφί-
τα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο….
Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρείς
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
Σκόρπιζε γιασεμιά
φωτιζόταν για λίγο η νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.

 

«Φύλλα ημερολογίου»
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Αλλά καμία φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
Στον παράδεισο-
Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
Της νιότης μου
Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
Ένας τον άλλον –
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας τους μόνο ένα κόσμο,
Κι όταν πεθάνω θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα
Ημερολογίου
Για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ο,τι μείνει από μας να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας
Ένα μικρό μη με λησμόνει.

*Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου εκδίδονται μετά τον θάνατο του Ποιητή το 1990.