Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Ένα βασικό εργαλείο στα συνεργεία των χτιστών είναι -ή μάλλον ήταν- η «κοπάνα» ή το «πηλοφόριον» των Βυζαντινών, που το επωμιζόταν ο τελευταίος του συναφιού, ο λασπιάς ή στην καθαρεύουσα πηλοφόρος και κουβαλούσε τη λάσπη για τους χτίστες.

Η κοπάνα καμία σχέση δεν είχε με τις χαριτωμένες κοπάνες των μαθητών ούτε με τις αντίστοιχες περιλάλητες των δημοσίων υπαλλήλων. Η παραδοσιακή κοπάνα των χτιστών ήταν ξύλινη. Μεταπολεμικά την αντικατέστησε ο καζοτενεκές ειδικά προς τούτο διαμορφωμένος και, ως τέτοιο εργαλείο, άκουγε στο όνομα «τενεκές». Πηλοφόρι είναι το λόγιο όνομά του και πολλές φορές συγχέεται με το φραγκόφτυαρο των σοβατζήδων.

Εμείς ως πηλοφόρι το γνωρίσαμε από το τραγούδι: 

«Η δουλειά κάνει τους άντρες

Το γιαπί το πηλοφόρι το μυστρί»

Μια δουλειά που όσοι τη δούλεψαν, ευκαιριακά ή επαγγελματικά, και ως «παλληκάρια τη ζωή τους την περάσανε στις σκαλωσιές» μάλλον σακατεύτηκαν ως άντρες. Μεσούσης της χούντας, άφραγκος, ανέστιος και κοινωνικά αποκλεισμένος, βρέθηκα στην Αθήνα. Τότε η οικοδομή -και η χούντα- οργίαζε. Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν, σκέφτηκα κι έγινα περιστασιακός οικοδόμος. Το εργασιακό ξεπάτωμα και η εκμετάλλευση οργίαζε κι αυτή. Η «κοπάνα» με την οποία μετέφερα τη λάσπη στα συνεργεία των μαστόρων του χωριού μου ήταν παιδική χαρά.

Έτσι ο ανατολίτικος θρήνος του Καζαντζίδη για τα παλληκάρια τους οικοδόμους με συνεπήρε, όμως περί το τέλος της χούντας τη θέση του πήρε το αισιόδοξο μαρς του Θεοδωράκη. Οι επαναστατικές αυτοσχέδιες προκηρύξεις, που κάποιες φορές πετούσαν στις οικοδομές, μου υποδείκνυαν και με οδήγησαν σ΄ έναν άλλο κόσμο, που κινούνταν κόντρα στις ερπύστριες των τανκς. Ήταν το ποτάμι της εσωτερικής μετανάστευσης, που ξεκίναγε από την ύπαιθρο, ήταν οι κυνηγημένοι της Αριστεράς, που τους καταδυνάστευαν οι ρουφιάνοι κι οι χωροφύλακες, ήταν η σκέψη των ασυμβίβαστων και ο βόγγος των απόκληρων. Τότε κατάλαβα τι εννοούσε ο συντοπίτης μου ασφαλίτης όταν έλεγε: «μη μας κοκκινίσεις εκεί στις οικοδομές» και πράγματι είχε δίκιο. Κοκκίνισα. Τότε έπλεξα και το πρώτο μου στιχούργημα:

«Όλη μέρα μες τη ζέστη

όλο λάσπη κι όλο ασβέστη

κι όταν βράδυ σουρουπώνει

με σουβλάν άσωτοι πόνοι.

Τα κακά τ΄ αφεντικά

θέλουν δούλους με χαλκά.

Θέλουν πάντοτε να κλέβουν

και τον τόπο να κουρσεύουν.

Με του δίκιου την οργή

και της νιότης την ορμή

στα σκυλιά τ΄ αφεντικά

θα φορέσουμε χαλκά».