Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com                                    

“Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου

και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου.

Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφαράτος,

και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος.”

Το μυθιστόρημα «Λωξάντρα» της συγγραφέως Μαρίας Ιορδανίδου (εκδ. Εστία) είναι ένα παράθυρο ανοιχτό με θέα την Κωνσταντινούπολη πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
 Η Λωξάντρα μας ταξιδεύει στο Μακροχώρι -όπου βρίσκεται ανάμεσα στον Άι Στέφανο και στο Επταπύργιο, πάνω στα γαλανά νερά της Προποντίδας-, στο αγίασμα της Παναγίας της Μπαλουκλιώτισσας, στα Θεραπειά και στον Κεράτιο, στα πράσινα νερά του Βοσπόρου και στα πέτρινα σοκάκια της Πόλης. Μπροστά από το παράθυρο της Λωξάντρας περνούν Ρωμιοί, Τούρκοι, Αρμένιοι και Εβραίοι. Η γυναίκα στέκεται στο περβάζι και πάντα ψιθυρίζει: «Δόξα σοι ο Θεός!»
Το βασίλειο της Λωξάντρας είναι η κουζίνα και η αγαπημένη της ασχολία το μαγείρεμα.  «Απ’ το Βόσπορο, απ’ το Κοντίκιοϊ, απ’ τα Ταταύλα ξεκινούσανε οι συγγενείς να έρθουν στο Μακροχώρι για να φάνε της Λωξάντρας το φαί.»
Το βιβλίο είναι πλούσιο σε λαογραφικές αναφορές, όπως: η διατροφή, οι γυρολόγοι επαγγελματίες και η διαμόρφωση των σπιτιών. Οι ιστορικές αναφορές είναι πολλές αλλά σύντομες, γίνονται κυρίως για την τοποθέτηση της μυθοπλασίας στον ιστορικό χρόνο.
Η αφήγηση κινείται γύρω από το πρόσωπο της πληθωρικής Λωξάντρας και της οικογενειακής της ζωής. Παντρεύτηκε τον χήρο Δημητρό όπου έχει ήδη τέσσερα παιδιά: τον Επαμεινώνδα, τον Θεόδωρο, τον Γιώργο και την Αγάθω κι εκείνη του χαρίζει άλλα δύο: τον Αλεκάκη και την Κλειώ. Πρόσωπα που προστίθενται στο σπιτικό της είναι ο Ταρνανάς- το μικρό Αρμενάκι- και η Σουλτάνα.
Η ιστορία ξεκινά από το Μακροχώρι κι ύστερα στα Ταταύλα όπου μετακόμισε η Αγαθώ με τον Μανωλιό. «Γύρω από τον ιστορικό ναό του Άι Δημήτρη οι Ταταυλιανοί ζούσαν οργανωμένοι με τα σχολειά τους, το Γυμναστήριο, τη Λέσχη τους. Με την αλληλεγγύη που τους συνέδεε, οι Ταταυλιανοί θύμιζαν χριστιανική αδελφότητα σε ρωμαϊκή εποχή. Τα Ταταύλα ήταν το μόνο προάστιο της Πόλης που είχε πληθυσμό εκατό τοις εκατό ελληνικό. Τούρκος το πόδι του στα Ταταύλα να τον παρακαλούσες δεν πατούσε.»
Έπειτα η Λωξάντρα φθάνει στο Πέρα. «Στο Πέρα οι δρόμοι ως το πρωί είναι γεμάτοι κόσμο. Εδώ ούτε η νύχτα είναι νύχτα, ούτε η μέρα, μέρα. Δεν ξέρεις αν είναι άνοιξη ή φθινόπωρο, ξεχνάς και τις γιορτές του χρόνου γιατί μουσαφιρλίκια πια δεν έχει.»
Οι περισσότερες σελίδες διαδραματίζονται στο αστικό τοπίο της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, μετακομίζουν στην Αθήνα για μια δεκαετία: «Στην Καστέλα ήταν το σπίτι που πιάσανε και απ’ το παράθυρο της η Λωξάντρα κάθε πρωί ρουφούσε ηδονικά την αρμύρα του Σαρωνικού. Εδώ οι άνθρωποι Θεό δεν φοβούνται. Βρίζουν το Σταυρό, και το αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας τι είναι δεν το ξέρουν. Και… εδώ που τα λέμε, μουτρωμένοι.»
Στην καθημερινή συνύπαρξη των δύο λαών δεν υπάρχουν προβλήματα παρά τις θρησκευτικές και πολιτιστικές διαφορές, η Λωξάντρα φέρνει σε πρώτο πλάνο την καθημερινότητα της με τους Τούρκους όπως: όπως τον νερουλά, τον αυγουλά και τον μπεχτσή.
Η Λωξάντρα κρύβει στην κουζίνα της το σημαντικότερο συστατικό: την αγάπη! Το βιβλίο τελειώνει με τον θάνατο της  που σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής… όπου ο Άδης ανοίγει το στόμα του.