Γράφει η Μαίρη Μπαζιώνη: Γράμμα σ’ ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ

1646

Ένα ημερολόγιο ή ένα γράμμα μιας μάνας που αγαπά και ταυτόχρονα μισεί υπερβολικά το μωρό που κουβαλάει στα σπλάχνα της. Ένας παραληρηματικός, γλυκόπικρος μονόλογος προς ένα έμβρυο που κάθε μέρα αποκτά μια όλο και πιο ανθρώπινη μορφή. Πώς θα καταφέρει η ίδια να αντέξει το βάρος της ευθύνης που φέρει η μητρότητα, όταν το βάρος της επιθυμίας για ελευθερία είναι επικρατέστερο;

Η Οριάνα Φαλάτσι είναι μία γυναίκα που αμφισβητεί το θεσμό της οικογένειας, τις δομές της κοινωνίας, τη φιλία, την αγάπη, τα συστήματα και τις ιδεολογίες που κινούν τον κόσμο, ακόμα και το αύριο, για το οποίο είναι ιδιαίτερα σκεπτική. Μιλάει για τη σκλαβιά της οικογένειας, μιας δομής που αναγκάζει άνδρες και γυναίκες να ζουν κάτω από την ίδια στέγη, τη χαρά της εργασίας ως ένα ψέμα που καθιερώθηκε από τους έχοντες εξουσία για να φέρουν τον κόσμο στα μέτρα τους, κι ακόμη αναρωτιέται, γιατί κάθε γενιά φέρνει παιδιά στον κόσμο πιστεύοντας σε ένα καλύτερο αύριο, όταν το αύριο που διαδέχεται το σήμερα φέρνει στην καλύτερη περίπτωση την εφεύρεση μιας ηλεκτρικής συσκευής ή μιας τεχνολογικής εξέλιξης… Ένα καλοριφέρ, λέει η ίδια, είναι σπουδαίο πράγμα όταν κρυώνεις, αλλά δε σε κάνει να μη φοβάσαι. Δεν ανακτάς την αξιοπρέπειά σου με την απόκτησή του. Εντέλει, καταλήγει, πως δε θα βρούμε ποτέ ένα σύστημα ή μια ιδεολογία να αλλάζει τις καρδιές των ανθρώπων και να διώχνει την κακία. ‘Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης’ θα μπορούσε κανείς να πει διαβάζοντας τον μονόλογό της, αλλά πώς θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα για μία γυναίκα που ανασύρει μνήμες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πολεμικές συρράξεις στο Βιετνάμ, τη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική, τον Ινδοπακιστανικό Πόλεμο, όπου κι έζησε ως πολεμική ανταποκρίτρια;

Σε μια εποχή που καταδικάζει τη μονογονεϊκότητα, η ίδια πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χωρίς πατέρα. Ούσα καθηλωμένη στο κρεβάτι, δυσκολεύεται να πάρει την απόφαση για το αν θα κρατήσει ή όχι το αγέννητο μωρό της, ενώ ταυτόχρονα μοιράζεται τις ιδέες της μαζί του:

“Σου είπα ήδη ότι δε σε χρειάζομαι. Αλλά θα σε μεγαλώσω, είτε σ’ αρέσει, είτε όχι. Θα σου επιβάλω την ίδια υπεροψία που επιβλήθηκε και σ` εμένα, στους γονείς μου, στους παππούδες μου, στους παππούδες των παππούδων μου· μέχρι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που γεννήθηκε από ανθρώπινο πλάσμα, είτε του άρεσε, είτε όχι.” […] Εδώ έξω, θα έχεις χίλια αφεντικά. Κι εγώ θα είμαι το πρώτο αφεντικό σου, μιας και θα σου επιβάλλω, άθελά μου και δίχως καν να το συνειδητοποιώ, εκείνα που για μένα είναι σωστά, αλλά όχι και για σένα. Να, ας πούμε, αυτά τα όμορφα παπουτσάκια. Εγώ τα βρίσκω ωραία, εσύ όμως; Θα φωνάξεις, θα ουρλιάξεις, όταν θα σου τα φορέσω. Θα σου φέρουν απόγνωση, είμαι βέβαιη. Κι εσύ σιγά-σιγά, θα συνηθίσεις. Δαμασμένο θα φτάσεις στο σημείο να υποφέρεις όταν δε θα τα φοράς. Και αυτή θα είναι η αρχή μιας ατέλειωτης αλυσίδας καταναγκασμών. Κι εμένα θα με θεωρείς τον πρώτο κρίκο της, μια που δε θα μπορείς να ζήσεις χωρίς τη βοήθειά μου…”. […] “… θα έρθει επιτέλους η στιγμή που θα σ’ αφήσω να φύγεις, να διασχίσεις μόνο σου το δρόμο, με κόκκινο φως. Και μάλιστα θα σε σπρώξω. Χωρίς η πράξη μου ν’ αυξήσει την ελευθερία σου, μιας και θα σε δένει μαζί μου η σκλαβιά της τρυφερότητάς μου, η σκλαβιά της μεταμέλειάς σου. Είναι αυτό που ονομάζεται καμιά φορά σκλαβιά της οικογένειας.”

Γράμμα σ’ ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ,

Oriana Fallaci