Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Όσο φτηνός ήταν ο θάνατος, τόσο ακριβή ήταν η ταφή.

Το 2020 εν μέσω  covid – 19 επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, το αφήγημα: Η ξένη του 1854, του συγγραφέα Εμμανουήλ Λυκούδη με εισαγωγικό σημείωμα του Σπύρου Τσακνιά.
Διαβάζοντας την ιστορία είναι -σχεδόν- αναπόφευκτο να μην γίνουν – έστω και ενδόμυχα- οι γενικές συγκρίσεις με την πραγματικότητα που βιώνουμε. Κι είναι τόσες οι ομοιότητες…
«Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιος θα λησμονήσει τι κακά έσυρε μαζί της; Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, ελπίδες ξερριζωμένες, η ληστεία να βράζη στην Ελλάδα απ΄άκρη σ΄ άκρη.[…] Και όμως δεν ήσαν αρκετά αυτά, όχι. Πίσω ήταν το πλειό φαρμακερό ποτήρι ».
Κι αυτό το πικρό ποτήρι ήταν η επιδημία της χολέρας. Πολλά ειπώθηκαν για το πως έφτασε στον Πειραιά, με πιο αληθοφανή αιτία:
«Κρυφά κρυφά, για να κάμει πρώτη γνωριμία μαζί μας εταξίδεψε από τη Μασσαλία έως στη Μάλτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, που ήρχετο από τη Γαλλία για να παραλάβει την Κυβέρνηση. Έτσι το έγραφαν τουλάχιστον του τέλους Ιουνίου του 1854 οι εφημερίδες. Αλλά το βαπόρι εκείνο δεν έφερε τη χολέρα στην Ελλάδα.[…]
Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθιά, στο μπαλαούρι, μέσα σε μία καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία».
Μια Αθήνα που αριθμούσε τότε περίπου τριάντα χιλιάδες κατοίκους. Ο συγγραφέας Εμμανουήλ Λυκούδης ήταν πέντε ετών όταν ξέσπασε η επιδημία. Δεν ζούσε ακόμη στην πρωτεύουσα όμως σίγουρα είχε ακούσει για την επιδημία και τις σκηνές αποκαλύψεως με τα πολυάριθμα θύματα της. Κι αυτές οι διηγήσεις θα αποτελέσουν αργότερα την πρώτη ύλη όπου θα την μεταποιήσει μέσω της μυθοπλασίας. Σκηνές χάους και οδύνης. Γυναίκες κρύβουνε τα νεκρά τους παιδιά από τους άντρες τους που χαροπαλεύουν. Άνθρωποι που επιστρέφουν στην Αθήνα και τις οικογένειες τους που εν τέλει δεν αντικρίζουν γιατί η πείνα και η αρρώστια τις έχουν αφανίσει. Ανάμεσα στις ιστορίες κάποιοι πλουτίζουν και κάποιοι φτωχαίνουν: «Γιατί όλοι εκερδοσκοπούσαν αλύπητα απάνω στη γενική δυστυχία. Φωτιά το ψωμί, το κρέας, το λάδι, το ρύζι· περισσότερο το ρύζι που το ζητούσαν όλοι για προληπτικό της μαύρης αρρώστιας…» κάπου ορισμένοι ιερωμένοι ζητούσαν  από τους πιστούς να μην μαζεύονται στις εκκλησίες και κάπου αλλού άλλοι ιερείς ισχυρίζονταν πως η αρρώστια ήταν η τιμωρία που είχε στείλει ο Θεός για να εξολοθρεύσει τους αμαρτωλούς… 
Η μοναξιά μεγαλώνει μέσα στην έρημη πόλη κι οι φωνές των αρρώστων εκλιπαρούν για λίγη ζωή ακόμη μέσα από την πένα του συγγραφέα.

⇏ Ο Λυκούδης δημοσιεύει την «Ξένη του 1854»
⇏ Στην έκδοση περιλαμβάνεται επίσης το διήγημα «Μαρασμός»