‘Ορατός ο κίνδυνος της υποβάθμισης του Γενικού Νοσοκομείου Καρπενησίου’

Σε ποιες πρωτοβουλίες προτίθεται να προβεί το Υπουργείο Υγείας προκειμένου να αμβλυνθούν τα έντονα προβλήματα στη λειτουργία του Γενικού Νοσοκομείου Καρπενησίου και τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί με σκοπό την ενίσχυσή του με προσωπικό μετά την επιβολή του μέτρου της αναστολής εργασίας ρωτούν 19 Βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Προοδευτική Συμμαχία, μετά από πρωτοβουλία του Βουλευτή Φθιώτιδας και Αναπληρωτή Τομεάρχη Ανάπτυξης & Επενδύσεων, Γιάννη Σαρακιώτη.

Όπως επισημαίνουν, η συνέχιση της υφιστάμενης, ιδιαίτερα προβληματικής κατάστασης με τις σοβαρές ελλείψεις που παρουσιάζονται σε κομβικής σημασίας ειδικότητες τείνει να υποβαθμίσει τη δευτεροβάθμια νοσοκομειακή μονάδα σε πρωτοβάθμια και σε ένα απλό Κέντρο Υγείας. Η ερώτηση αναφέρει συγκεκριμένα:

««Έντονη ανησυχία για όσα διαδραματίζονται στο Γενικό Νοσοκομείο Καρπενησίου – Ορατός ο κίνδυνος της υποβάθμισης του»

Oι αναστολές εργασίας που επέβαλε η Κυβέρνηση της Ν.Δ. στο προσωπικό των υγειονομικών μονάδων της χώρας και η προκλητική αδιαφορία για τις εισηγήσεις των εμπειρογνωμόνων που συνθέτουν την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής, καθώς και η απουσία πραγματικής βούλησης για την ενίσχυση με προσωπικό του Ε.Σ.Υ. από το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά, έχουν οδηγήσει στην επιδείνωση της κατάστασης πολλών νοσοκομείων της χώρας. Εξαιτίας των ως άνω δεν καλύπτεται το σύνολο των αναγκών περίθαλψης των πολιτών, ενώ σε πολλές περιοχές εγείρονται και βάσιμες ανησυχίες περί υποβάθμισης των δευτεροβάθμιων μονάδων υγείας σε πρωτοβάθμιες.

Χαρακτηριστικό, είναι το παράδειγμα του Γενικού Νοσοκομείου Καρπενησίου, όπου σύμφωνα με καταγγελίες των εργαζομένων διαπιστώνεται ότι οι αναστολές εργασίας προκάλεσαν την πλήρη αποδιοργάνωση των λειτουργιών του, ενώ παράλληλα, καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις σε κομβικής σημασίας ιατρικές ειδικότητες. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει πλέον αναισθησιολόγος γιατρός για την κάλυψη οποιασδήποτε περίπτωσης, όπως για παράδειγμα τη διασωλήνωση και τη μεταφορά ασθενούς COVID-19 ή μια χειρουργική επέμβαση. Ίδια προβλήματα παρουσιάζονται και σε ό,τι αφορά τις ειδικότητες του παθολόγου, ορθοπεδικού και οφθαλμιάτρου, ενώ σε αυτά προστίθεται η αποχώρηση του ουρολόγου.

Επίσης, σύμφωνα με δημοσιεύματα του περιφερειακού τύπου το μικροβιολογικό τμήμα του νοσοκομείου δε λειτουργεί, ενώ το μαιευτικό τμήμα λειτουργεί με μία μόνο νοσοκόμα και μόλις ένα άτομο στελεχώνει το ακτινολογικό τμήμα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη διαρροή ιατρικού προσωπικού και την απροθυμία κάλυψης τυχόν νέων θέσεων, επιδρά σωρευτικά και αρνητικά, ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες αντιμετώπισης των δυσμενών εξελίξεων.

Όπως αναφέρεται, σήμερα στο Γ.Ν. Καρπενησίου βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής εργασίας 26 εργαζόμενοι εκ των οποίων οι επτά (7) είναι ιατροί (20% των υπηρετούντων), σε σημείο που η κάλυψη του οργανογράμματος μετά και τις αναστολές να φτάνει σχεδόν στο 55%. Η εξέλιξη αυτή μάλιστα, λαμβάνει χώρα σε μία Περιφερειακή Ενότητα με «εύθραυστο» υγειονομικό προφίλ, καθώς ο πληθυσμός κατατάσσεται ανάμεσα στους γηραιότερους στη χώρα.

Επειδή, εν μέσω αυτής της δύσκολης, υγειονομικά και κοινωνικά συγκυρίας, την οποία διέρχεται η χώρα μας, η ουσιαστική ενίσχυση των μονάδων υγείας αποτελεί ζήτημα κομβικής σημασίας.

Επειδή, οι ανωτέρω αρνητικές εξελίξεις, που καταγράφονται, έχουν εγείρει την εύλογη ανησυχία των πολιτών της ευρύτερης περιοχής, αναφορικά με τη μελλοντική βιώσιμη λειτουργία του Γενικού Νοσοκομείου Καρπενησίου και υποβάθμισή του και μετατροπή, ουσιαστικά σε πρωτοβάθμια μονάδα υγείας.

Ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:

  1. Σε ποιες πρωτοβουλίες προτίθεται να προβεί προκειμένου να αμβλυνθούν οι καταγραφόμενες δυσκολίες στη γενική λειτουργία του Γενικού Νοσοκομείου Καρπενησίου;
  2. Σε ποιες ενέργειες προτίθεται να προβεί, τουλάχιστον για την ισόποση αντικατάσταση του προσωπικού που έχει τεθεί σε καθεστώς αναστολής εργασίας;
  3. Προτίθεται το Υπουργείο Υγείας, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αναφερόμενη απροθυμία εκ μέρους των υγειονομικών να στελεχώσουν μονάδες υγείας δυσπρόσιτων περιοχών της χώρας, να εκπονήσει ένα σχεδιασμό παροχής κινήτρων, δίνοντας ειδικά κίνητρα σε αναισθησιολόγους, αλλά και σε άλλες κρίσιμες ειδικότητες που λείπουν, σε συνεργασία με τους φορείς της Αυτοδιοίκησης, που θα ευνοήσει τη στελέχωσή τους;»