Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαρας


Αχώριστος σύντροφος του συντροφιού (σώβρακου) ήταν η βρακοζώνα, άνευ αυτής το συντρόφι έπαυε να είναι συντρόφι και έπεφτε στο έδαφος και αν αυτό συνέβαινε σε ώρα ακατάλληλη ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί.
Λέγεται ότι στη θέση Παλιοκαστανιά του χωριού Καστανιά, παλιά υπήρχε χωριό. Σ΄ ένα πανηγύρι λύθηκε η βρακοζώνα ενός χορευτή με όλα τα συνεπακόλουθα. Έριξε την ευθύνη στη γυναίκα του και πήγε σπίτι και τη σκότωσε. Ακολούθησαν αλληλοσκοτωμοί πολλοί και όσοι έμειναν έφτιαξαν ένα καινούργιο χωριό την Καστανούλα.
Γενικά η βρακοζώνα ήταν μια ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφιγγόταν το βρακί στη θέση του. Αν ήταν για γυναικεία βρακιά (δηλ. κυλόττες), τότε μπορούσε να είναι κι ένα καλλιτεχνικό γαϊτάνι, που είναι αρκετά φορτισμένο στην ερωτική σημειολογία.
Από τα αρχεία της Νομαρχίας Κυκλάδων, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο το εξής προικοσύμφωνο: «Εν έτι 1671… δίδομεν (προίκα)… δύο μικρά αποκατινά (εσώβρακα) παστρικά, ατρύπητα και ολόγερα… ενάμισυ ζευγάρι κάλτσες έως ότου να γίνη ο γάμος έχη καιρόν να πλέξη και την άλλη… δύο ζεύγη παπούτσια το ένα μπαλωμένο, σαράντα πήχες βρακοζώνα και μετά τον θάνατο του παππού μας άλλη τόση… »
Με τη βρακοζώνα αρκετοί θησαυροί περιφρουρούνταν. Όπως παλιότερα οι γυναίκες έκρυβαν το κομπόδεμά τους στον κόρφο τους, αντίστοιχα οι άντρες σε ειδικές καταστάσεις το έκρυβαν στη βρακοζώνα τους. Ύστερα η απόσταση βρακοζώνας και σελαχιού- κεμεριού ήταν ελάχιστη.
Μέχρι και στα ξόρκια, που απαιτούσαν ένα ρούχο του αρρώστου ήταν χρήσιμη, ίσως γιατί ήταν μάρτυρας πολλών αμαρτιών!
Η βρακοζώνα ανήκε στα ιερά και τα όσια της ανθρώπινης υπόστασης. Αυτή κρατούσε το βρακί στη θέση του, το οποίο με τη σειρά του κρατούσε άπαρτο το κάστρο της γυναικείας αρετής.
Άμα έπεφτε το ερωτικό κάστρο, έλεγαν τα κουτσομπολιά: «της έλυσε τη βρακοζώνα» κι άμα την παντρευόταν και δεν έσκιζε τη γάτα, όντας έπρεπε έλεγαν: «τον έδεσε στη βρακοζώνα της». Όλα αυτά είναι βέβαια «λόγια της βρακοζώνας» δηλ. άσεμνα λόγια για ένα τόσο σημαντικό εργαλείο, που τόσα πρόσφερε στον άνθρωπο και στην ιερότητα της οικογενειακής συνοχής. Αλλοίμονο στο νοικοκυριό εκείνο, που ο καθένας «είχε απολυτή τη βρακοζώνα του».
Κάποτε ο Μεγαπάνος άρχοντας από το Κάρλελι (Ακαρνανία) είπε στον Καραϊσκάκη:
-Oρέ δε μαζεύεις λίγο τη γλώσσα σου, κι αυτός του απάντησε καραϊσκακικά:
-Άμα μαζέψεις εσύ τη βρακοζώνα σου, θα μαζέψω και γω τη γλώσσα μου. Ήταν γνωστό ότι ο Μεγαπάνος ήταν μέγας γυναικοκυνηγός.
Θυμάμαι στο Δημοτικό πολλές μαθήτριες έπιαναν το φουστάνι τους στο ύψος της βρακοζώνας και το τραβούσαν προς τα πάνω. Ήταν τότε που τα κοριτσίστικα και γενικά όλα τα βρακιά δεν τα συγκρατούσαν με τις κλασσικές βρακοζώνες, αλλά με τα λάστιχα του εμπορίου, τα οποία πολλές φορές ήταν προβληματικά και το βρακί έπαιρνε τον κατήφορο. Ήταν τότε που στην κατασκευή των βρακιών το τραχύ υφαντό του αργαλειού αντικαταστάθηκε ολοκληρωτικά με πανί ευρωπαϊκό. Εμείς που το ξέραμε αυτό και επιπλέον… υποπτευόμασταν ότι κάτι καλό είναι φυλακισμένο στο βρακί λέγαμε τα δικά μας λόγια της βρακοζώνας: «Άστο να πέσει να δούμε που θα πάει».
Ο Θανάσης ο τσοπάνος είχε κι αυτός πρόβλημα με τα λάστιχα των βρακιών του, γι΄ αυτό τ΄ ανέβαζε πάνω και τα δίπλωνε έξω απ΄ το παντελόνι. Έτσι όλος ο κόσμος ήξερε ότι ο Θανάσης φόραγε σώβρακο. Σε μια γιορτή που φόρεσε καινούργιο σώβρακο δεν το έβγαλε απ΄ έξω, οπότε κάποιος του είπε: «Θανάση ξέχασες να φορέσεις σώβρακο;»
Μια άλλη φορά ρώτησε η δασκάλα τον ευήθη Γιωργάκη: «Τι τον θέλουμε το σβέρκο;» κι αυτός απάντησε: «για να κρεμάμε τη βρακοζώνα όταν χέζουμε».
Σήμερα βέβαια με τα μνημόνια μας και τη κρίση που περνάμε, δεν χρειαζόμαστε βρακοζώνα, γιατί ήδη οι δανειστές μάς τα πήραν τα βρακιά.