Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Τα καφενεία παλιά ήταν τα χειμωνιάτικα τεμένη των αντρών. Εκεί λάτρευαν το Γιαραμπή της ψυχαγωγίας και της καλοπέρασης. Στη δεκαετία του 1960 όλοι οι έφηβοι γινόμασταν άντρες κανονικοί μέσα στα καφενεία. Εκεί δε χαζολογάγαμε ή σαχλαμαρίζαμε, αλλά είχαμε ευγενείς στόχους και όνειρα, να κατακτήσουμε τα παίγνια του καφενείου.

Ένας ολοκληρωμένος και φωτισμένος καφενόβιος νέος έπρεπε να ξέρει σκάκι, τάβλι και χαρτοπαίγνια.

Το σκάκι είναι ο βασιλιάς των παιγνιδιών και ως τέτοιος δύσκολα έμπαινε στα καφενεία.

Το τάβλι παρά του ότι ήταν ελαφρώς κυριλάτο ήταν μια δεσπόζουσα καφενειακή φυσιογνωμία. Τα χαρτιά όμως ήταν αμιγώς λαϊκά παίγνια και η χαρτοπαιξία πήγαινε σύννεφο σε μικρούς και μεγάλους. Οι περιορισμένου IQ έπαιζαν κοντσίνα και ξερή. Οι εξυπνότεροι έπαιζαν δηλωτή και θανάση. Τέλος οι ευφυέστεροι έπαιζαν την βασίλισσα των παιγνίων, την πρέφα. 

Τα καφενείο ήταν το ιεροδιδασκαλείο της πρέφας. Οι μικροί μαθητευόμενοι στο σπορ παρακολουθούσαν με προσήλωση και έκλεβαν την τέχνη από τους ηλικιωμένους.

Η πρέφα θέλει καθαρό και γερό μυαλό κι ένα λουκούμι ως έπαθλο για το νικητή. Η πρέφα είναι τεχνική και τέχνη. Τη πρώτη μόνο ένας βλάκας δεν θα τη κατακτούσε αν προσπαθούσε, όμως θα ήταν τρανός βλάκας αν νόμιζε ότι παίζει καλή πρέφα, χωρίς να μυηθεί στην τέχνη της κι αυτό λίγοι το πετύχαιναν, όπως συμβαίνει σε κάθε μορφή τέχνης. Την τεχνική της πρέφας την μαθαίνει κάποιος νέος και τη μετουσιώνει σε σοφία και τέχνη ως συνταξιούχος. Η πρέφα είναι υπόθεση ζωής.

Ενδιαφέρουν έχουν κάποιες φράσεις κλισέ που λέγονται πάνω στο παιγνίδι και εμπέδωνε ο κάθε μαθητευόμενος:

«Πάσο, πάσο άσσο κάτ΄» όταν και οι δυο παίχτες πουν στην αρχή της αγοράς πάσο.

«Οπ΄ έχει καρά δεν έχει κούπες», όταν τα πει ο τζογαδόρος.

 «Όλες οι ντάμες πλακώνονται πλην της ντάμας ατού».

«Στην άκρη ο τζογαδόρος μεγάλο φύλλο κάτω».

«Στην μέση ο τζογαδόρος μικρό φύλλο κάτω».

Άλλες εκφράσεις σχετικές που λέγονται στο παιγνίδι ή γενικά σαν παροιμία είναι: «πάσο μια απ΄ ατού», «παίρνω πρέφα», «βροντάω» και «λιχνάω», «δεν πήρα μπάζα», «έγραψα 40 κάσα» «το πάσο τρώει το λουκούμι» και το διδακτικότερον και ποιητικότερον: «η πρέφα θέλει υπομονή… »

Ένα παιγνίδι πρέφας μπορεί να μην τελειώσει ποτέ.

Αυτό καταγράφει και η ιστορία που μας λέει ότι σε τρεις κατάδικους, πριν την εκτέλεσή, τους ζητήθηκε πια είναι η τελευταία τους επιθυμία κι αυτοί είπαν: «να παίξουμε μια πρέφα». Άρχισαν να παίζουν άλλα το παιγνίδι δεν το τέλειωσαν ποτέ, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν φυσιολογικά.

Έτσι δικαιολογούνται και τα ξενύχτια των πρεφαδόρων, που δέχονταν τα κατσαδιάσματα από τις γυναίκες τους, οι οποίες δεν γνώριζαν τι εστί πρέφα. Μια σύγχρονη εκδοχή αυτών μάς την λέει το παρακάτω ανέκδοτο:

Ο Γιώργης έπαιζε πρέφα στο καφενείο όταν κάποιος τον ειδοποίησε ότι η γυναίκα του γεννάει και σηκώθηκε να φύγει. Οι άλλοι όμως του λένε: «Κάτσε Γιώργη να τελειώσουμε την πρέφα και μετά πας» κι αυτός τους απαντάει: «Αφήστε το ρε παιδιά, δε φτάνει που δεν ήμουν εκεί όταν γκαστρώθηκε να μην είμαι κι όταν γεννάει;»