Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

«Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων Βασιλεύς» ακούσαμε στο μεγαλοβδομαδιάτικο Εκούσιον Πάθος του Κυρίου. Με στέφανα εξ ανθέων στέφεται ως νυμφίος ο κάθε δούλος του Κυρίου, πορευόμενος το ισόβιον εκούσιον πάθος αυτού. Τι είναι τα στέφανα; Δυο μηδενικά ενωμένα με μια κορδέλα, που άμα σμίξουν φτιάχνουν το άπειρο και χωριστά μας κάνουν 0+0=0. Είναι δυο μηδενικά που συνδέουν δυο πλανεμένες ψυχές, με σκοπό: «να έχουν το έτερον τίποτα για να δηλώσουνε υποταγή και να υπάρχει ένα χέρι ν΄ ακουμπήσουν το ξύλινο κεφάλι τους και κάποιον να γεμίσει τη χάρτινη ψυχή τους». Πολλά λένε για το συμβολισμό των στεφάνων. Λένε είναι σύμβολα βασιλικά. Επίσης λένε ότι υπενθυμίζουν και τα στέφανα των μαρτύρων, στην τάξη των οποίων θα εκπέσουν, οι πρίγκηπες του άντρου του υμεναίου, λίγες μέρες μετά την τελετή!

Από την αρχαιότητα εστέφοντο οι νεόνυμφοι. Τα στέφανά τους ήταν από ελιά, από κληματόβεργες ή λεμονανθούς, που συμβόλιζαν την παρθενία, που πάλαι ποτέ διέπνεε το μυστήριον. Ήταν όμως κι από ρίγανη, στέφανα μετά ριγάνεως, που λέμε ή από σπαράγγια. Κάπου στα Καρπάθια της Ουκρανίας, όπως μας παρουσιάζει ο Παρατζάνωφ σε μια του ταινία, ως στέφανα χρησιμοποιούσαν ένα ζυγό με τις ζέβλες του. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιούνταν και οι κληματσίδες.

«Κύριε ευλόγησον την άμπελον ταύτην».

Εικόνα που περιέχει κείμενο, άτομο, άτομα, ομάδα

Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματαΠαλιά τα στέφανα ήταν λειτουργικό σκεύος της εκκλησίας και τα χρησιμοποιούσαν σ΄ όλους τους γάμους. Με το χρόνο όμως οι νεόνυμφοι αγόραζαν δικά τους, για να τα έχουν στο σπίτι τους, ως σύμβολο των ισόβιων δεσμών, που τους επιβλήθηκαν. Έτσι μας προέκυψε ένα καινούργιο σκεύος, η στεφανοθήκη. Εκεί τα έβαζαν και κατά διαστήματα έφερναν το παπά να τα διαβάζει και να διώχνει τους διαβόλους, που φώλιαζαν εκεί και διέβαλαν την ιερότητα του γάμου.

«Δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς».

Όταν ο χάρος έλυνε το ισόβιο επίγειο γάμο -γιατί μόνο αυτός μπορούσε- τότε τα στέφανα ακολουθούσαν τους μεταστάντες. Έτσι απολάμβαναν αιωνίως το ζυγό του γάμου τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Ο Θανάσης ηράσθη σφόδρα τη Διαμάντω κι έτσι, με παππά και με κουμπάρο, την έκανε αφέντρα της καρδιάς του. Όμως κάτι η τσαχπινιά του κουμπάρου, κάτι η βαρβατοσύνη του γείτονα, έβαλε κι ο Διάβολος το χέρι του και εχώρισεν ους ο Θεός συνέζευξε. Ο Θανάσης ξαναπαντρεύτηκε την Ασήμω και πριν πεθάνει, της ζήτησε να του βάλει μαζί του τα στέφανα της Διαμάντως. Στην κηδεία του, όταν τον μισοσκέπασε το χώμα, η Ασήμω μέσω κοπετών και θρήνων λέει: «Θανάση μ΄ ξέχασα να σου βάλω τα στέφανα, όμως θα σου τα στείλω με κάποιον άλλον!». Ήταν τα στέφανα εξ… ακανθών, που πρωτοεστέφθη δόξη και τιμή ο δούλος του Θεού Θανάσης, εις το εκούσιον πάθος αυτού!