Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Η χειροκίνητη υφαντουργία άρχισε να αναπτύσσεται εδώ και τουλάχιστον 5.000 χρόνια πριν. Πριν 250 και πάνω χρόνια στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες επιβλήθηκε η μηχανοκίνητη υφαντουργία, με την οποία μπορεί να χάθηκε η ποίηση της χειροκίνητης κλωστοϋφαντουργίας όμως όλοι ανεξαιρέτως ντυθήκαμε φτηνά και καλά.

Μια πρωτεύουσα λειτουργία στο λαϊκό νοικοκυριό ήταν η κλωστοϋφαντουργία, η οποία ήταν χρεωμένη στις γυναίκες του σπιτιού. Ποιητής και πρωταγωνιστής της κλωστοϋφαντουργίας ήταν η άοκνη μέλισσα του νοικοκυριού, η γυναίκα σ΄ όλες τις μορφές της ήτοι ως χαρίεσσα παιδούλα, ως μεστωμένη μάνα και ως πολύπειρη γιαγιά.  

Μπαίνοντας ο χειμώνας η γυναίκα του ευρυτανικού νοικοκυριού προσανατολιζόταν στα υφαντουργικά της έργα. Αλλοίμονο στο νοικοκύρη, που η γυναίκα του ήταν οκνή, άτεχνη κι αχαΐρευτη.

Κατά τον Όμηρο τα κύρια έργα της γυναίκας έπρεπε να είναι η ηλακάτη (ρόκα) και ο ιστός (αργαλειός). Τούτο κρατήθηκε ζωντανό και αδιατάρακτο μέχρι τις μέρες μας.

Στο έπος του Διγενή αναφέρεται ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να πολεμάνε αλλά:

«να πιχειρίζονται τη ρόκα και λανάρι

να κάθονται στα σπίτια των να κλώθουν να κεντούσι».

Η μέλλουσα νύμφη, εκτός από σώφρων, έπρεπε να είναι και «περί τον ιστόν πεπαιδευμένη» μας έλεγε ο Βυζαντινός Λιβάνιος. Τα δημοτικά μας τραγούδια απαιτούν από τη γυναίκα: «να ξέρει ρόκα κι αργαλειό, να ξέρει να υφαίνει».

H γυναίκα, από μικρό κοριτσάκι ως τα βαθιά γεράματα, ήταν δεμένη με τις υφαντουργικές εργασίες. «Τάκου –τάκου» χτυπούσε νύχτα και μέρα ο αργαλειός, λες και ήταν η καρδιά του νοικοκυριού. «Τάκου κι έρχεται ο καλός μου» τραγουδούσε και χτυπούσε η καρδιά της υφάντρας.

Η γυναίκα ποτέ δεν καθόταν άπραγη και στην ώρα της ξεκούρασης θα έπλεκε ή θα έγνεθε. Ο Ζαχ. Παπαντωνίου μας λέει ότι «η γιαγιά η βαβά τ΄» θέλοντας να τελειώσει το γνέσιμό, ξεγέλασε ακόμα και το χάρο κι έτσι: «η αφιντιάτ΄ς / γνέθ΄ κι θα γνέθ΄ ικιά κοντά στ΄ φουτιάτ΄ς».

Η εγχώρια πρώτη ύλη (υφαντικές ίνες) της ευρυτανικής κλωστοϋφαντουργίας ήταν αποκλειστικά τα μαλλιά (πρόβεια ή τράγια). Εκτός από το μαλλί συνηθισμένη ήταν η χρήση εισαγόμενων βαμβακερών νημάτων, κυρίως για στημόνι. Τα παραγόμενα υφάσματα ήτανε τύπου «ταφτά» δηλ. περνούσαν όλα τα νήματα του υφαδιού εναλλασσόμενα πάνω και κάτω από τα νήματα του στημονιού και αναστρεφόταν η σειρά του υφαδιού στην επόμενη σειρά.

Θεωρούνταν απρέπεια και ντροπή να ντύνεται η νοικοκυρά και οι οικείοι της με αγορασμένα υφάσματα. Τον άντρα και τα παιδιά, έπρεπε να ζεσταίνουν τα χέρια και τα ποιήματα της ευρυτάνισσας συζύγου και μάνας. Πολλοί από μας, που ως παιδιά κοιμόμασταν σε κάμαρες πανταχόθεν διάτρητες, η άμυνά μας στο ροβόχιονο, που έφερνε το νυχτερινό ανεμοσούρι, ήταν ένα καλοϋφαμένο και χοντρό τραγότσιολο. Ήταν η ώρα που η νυχτερινή ηδυπάθεια έπαιρνε υπαρξιακές διαστάσεις.