Την θλιβερή πρωτιά ανάμεσα σε 1.116 περιφερειακές ενότητες – περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταλαμβάνει η Ευρυτανία, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Βάσει των στατιστικών, στην περιοχή σχεδόν ένας ενήλικος σε ηλικία εργασίας αναλογεί σε κάθε άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω, κατατάσσοντας την ελληνική περιφέρεια στη δραματική πρώτη θέση σε ό,τι αφορά στην αναλογία εργαζομένων – ηλικιωμένων. Το Top 3 συμπληρώνουν η Arr. Veurne στο Βέλγιο με ποσοστό 64,6% και η περιοχή Suhl, Kreisfreie Stadt στη Γερμανία με 61,3%. Το ethnos.gr πραγματοποίησε οδοιπορικό στην Ευρυτανία και κατέγραψε τις αγωνίες των κατοίκων για το αύριο, αλλά και για τους δικούς τους ανθρώπους -τον γείτονα, τον φίλο, τον συμμαθητή- που ο ένας μετά τον άλλον φεύγουν για μεγάλα αστικά κέντρα, αναζητώντας ένα σταθερό εισόδημα και ένα καλύτερο μέλλον.

Ο καθηγητής Γιάννης Φλωράκης, διευθυντής του 2ου Γυμνασίου Καρπενησίου θυμάται πως όταν εκείνος ήταν μαθητής τα παιδιά που πήγαινε μαζί τους στο σχολείο ήταν πάνω από 400. Σήμερα και τα δύο γυμνάσια της περιοχής αριθμούς περί τους 300 μαθητές. «Το βιώνουμε χρόνο με τον χρόνο. Υπάρχει μία μείωση των παιδιών που έρχονται στο Γυμνάσιο από το Δημοτικό σχεδόν 10% ετησίως. Έχουμε ένα καλό ότι τα παιδιά μας σε ποσοστό 80% με 90% σπουδάζουν. Το ποσοστό που γυρίζουν πίσω, όμως, είναι ελάχιστο. Σκεφτείτε ότι υπάρχει μία ολόκληρη τάξη Λυκείου που δεν γύρισε πίσω ποτέ. Και δεν έμειναν στην Ελλάδα, έφυγαν όλα τα παιδιά για το εξωτερικό».

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Μέσα στα τελευταία 70 χρόνια, από την απογραφή του 1951 ο πληθυσμός της Ευρυτανίας έχει μειωθεί κατά 50% και πλέον. Και μπορεί πολλοί να είναι εκείνοι που ανοίγουν τα φτερά τους για αλλού, εντούτοις δεν είναι λίγοι εκείνοι που μένουν και αντιστέκονται σθεναρά στην ερημοποίηση του τόπου τους. Μία από αυτούς είναι και η Δήμητρα Καλυβά. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία στην Θεσσαλονίκη, αλλά πλέον έχει αναλάβει τα ηνία της οικογενειακής της επιχείρησης, δίνοντας τη δική της μάχη μέσα από τον χώρο της εστίασης. Οι περισσότεροι συμμαθητές της ζουν εκτός Καρπενησίου και τώρα δύο ακόμα φίλες της ετοιμάζουν βαλίτσες για να ζήσουν μόνιμα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. «Τα περίμεναν αλλιώς τα πράγματα, δεν τους βγήκαν. Αυτό είναι το αγκάθι που μας πονάει, όμως εδώ η ζωή είναι ήρεμη, νιώθεις μία ασφάλεια και είσαι στον τόπο σου με την οικογένειά σου. Αν δεν είχα το εστιατόριο και εγώ μπορεί να είχα φύγει. Θέλω να είμαι αισιόδοξη. Θα κάνουμε παιδιά, θα μεγαλώσουμε και εκείνοι που έφυγαν τρέφω ελπίδες ότι ίσως μία ημέρα γυρίσουν», μας λέει.

Ευρυτανία
Ευρυτανία

Ένας από εκείνους που γύρισαν είναι και ο εκπαιδευτής ορειβασίας – οδηγός βουνού, Βασίλης Μήτσιος. «Όταν παντρεύτηκα και έκανα τα δύο μου παιδιά αποφασίσαμε με τη σύζυγό μου ότι το πιο καλό θα ήταν να τα μεγαλώσουμε στην επαρχία και δεν το έχουμε μετανιώσει. Το μήνυμά μου σε εκείνους που φεύγουν είναι να το ξανασκεφτούν και να γυρίσουν πίσω, να έρθουν πίσω και να παίρνουν δύναμη από το βουνό».

Ο κ. Μήτσιος που πριν από 20 χρόνια γύρισε μόνιμα στον τόπο του τώρα εκπαιδεύει νέους και μη ως οδηγούς βουνού, καθώς πολλοί αναζητούν εναλλακτικές επαγγελματικές επιλογές. Ανάμεσα στους μαθητές του και ο Παναγιώτης, που σε λίγο θα αποκτήσει τρίτο επαγγελματικό τίτλο. «Δουλεύω ως νοσηλευτής στο Γ.Ν. Καρπενησίου, αλλά όχι μόνιμος. Έχω και δίπλωμα διασώστη και τώρα κάνω αυτό το τρίτο επάγγελμα γιατί θέλω να μείνω στον τόπο μου, δεν θέλω να φύγω», τονίζει.

Και τους δυο τους συναντήσαμε στο Saloon Park στο Καρπενήσι, την επιχείρηση που με πολλή αγάπη και μπόλικο μεράκι «τρέχουν» νέοι σε ηλικία συνέταιροι, προσπαθώντας για το καλύτερο και παλεύοντας για τον τόπο τους. Ο Ηλίας Αποστόλου και ο Νίκος Κοντοπάνος εξηγούν στο ethnos.gr «προσφέρουμε εναλλακτικές δραστηριότητες στην περιοχή. Έχουμε ιππασία, αναρρίχηση, τοξοβολία και ένα σωρό άλλες δραστηριότητες. Και κάθε χρόνο προσθέτουμε και κάτι παραπάνω. Το ψάχνουμε γενικά πάρα πολύ, οι επισκέπτες μας μάς λένε συνέχεια ότι ζούμε στον Παράδεισο και αυτό μας δίνει τη δύναμη να συνεχίζουμε. Ο τόπος μας δεν έχει πάρα πολλές ευκαιρίες. Εμείς παροτρύνουμε τους νέους και τους λέμε ότι υπάρχουν δυνατότητες να επενδύσουν στον τόπο τους αρκεί να το θέλουν και να το πιστεύουν».

Η επιχείρησή τους είναι μία από εκείνες που δίνει δουλειά σε πολύ κόσμο. Ο Θωμάς Λεπενιώτης, εκπαιδευτής αλόγων, είναι ένας από τους ανθρώπους που συναντήσαμε στο υπαίθριο πάρκο. «Ο τόπος μου ερημώνει, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές. Έχουμε πολλή όρεξη για δουλειά, όμως, και εγώ αισθάνομαι από τους τυχερούς που έχω μείνει στον τόπο μου. Δεν θα ήθελα να φύγω με τίποτα», υπογραμμίζει.

Ανάμεσα σε όσους λίγους γυρνούν εν συγκρίσει με εκείνους που φεύγουν είναι και η Ζωή Σταμούλη, που εργάζεται ως personal trainer. Είναι 24 ετών, ο πατέρας της γεννήθηκε στην Ευρυτανία, αλλά μετά έφυγε για την Αθήνα. «Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσα στη Βέροια. Εδώ και έναν χρόνο αποφάσισα να έρθω και να ζήσω μόνιμα στο Καρπενήσι. Είναι μία δύσκολη απόφαση να μείνεις εδώ, αλλά πιστεύω ότι ο τόπος έχει πολλά περισσότερα να δώσει από ό,τι δίνει ήδη. Και χρειάζεται να παλέψεις για αυτό που πιστεύεις, διότι τίποτα δεν είναι εύκολο. Αν δεν προσπαθήσεις, όμως, τότε τι μένει;», σημειώνει.

Και οι ιστορίες δεν σταματούν εδώ. Η Αγγελική Γιολδάση μαζί με τους φίλους και συνεργάτες της πριν από λίγα χρόνια αποφάσισαν να ρισκάρουν και να δώσουν ξανά ζωή σε δημόσια μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας πέστροφας που είχε ερημοποιηθεί για μία δεκαετία και πλέον. Όπως μας λέει, πέρα από τον τουρισμό μονάδες σαν τη δική της στην περιοχή είναι ελάχιστες και έτσι οι θέσεις εργασίας μηδαμινές. «Δυστυχώς, τα τελευταία αρκετά χρόνια δεν έχουν γίνει έργα ανάπτυξης που μπορούν να κρατήσουν τον κόσμο στον τόπο τους. Εκτός από εμάς εδώ και άλλες μετρημένες στα δάχτυλα παραγωγικές μονάδες δεν υπάρχει κάτι άλλο εδώ, εκτός από τον τουρισμό. Το να φύγεις είναι η εύκολη λύση. Το δύσκολο είναι να μείνεις και να παλέψεις», δηλώνει.

Η μετανάστευση, η αστυφιλία και η υπογεννητικότητα τις τελευταίες πέντε δεκαετίες έχουν συντελέσει στην ερημοποίηση πολλών χωριών της Ευρυτανίας. Δεν λείπουν, ωστόσο, και αυτοί που παρόλο που πέρασαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού επέστρεψαν στις ρίζες τους, διότι η νοσταλγία και η αγάπη για την πατρίδα υπερίσχυσαν όλων των υπολοίπων αναγκών. Ο Βαγγέλης Κακούρας είναι μετανάστης τρίτης γενιάς. «Γεννήθηκα στην Αμερική, όπως και ο πατέρας μου. Ο παππούς μου ζούσε στον Παναμά. Γυρίσαμε για κάτι καλύτερο στην Ελλάδα, όταν ήμουν 15 ετών. Στόχος μας είναι να πετύχουμε στον τόπο μας», τονίζει. Γι’ αυτό και δεν σταματά ποτέ να ονειρεύεται. Πριν από δύο χρόνια και λίγο πριν την πανδημία επένδυσε σε μία μοναδική off road εμπειρία για όσους επισκέπτονται τον τόπο του με buggy αυτοκίνητα. «Δεν προλάβαμε να ανοίξουμε καλά – καλά και κλείσαμε, αλλά πολλοί όπως και εγώ περάσαμε τα ίδια. Δεν πτοούμαστε, συνεχίζουμε. Και πάντα κοιτάμε το καλύτερο, κάνοντας τα πάντα για να μείνουμε στον τόπο μας», συμπληρώνει.

ethnos.gr