Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Το αλάτι έχει διαχρονική παρουσία στον άνθρωπο. Κατά τους αρχαίους Έλληνες συμβόλιζε τη φιλία και την αλληλεγγύη. Έλεγαν: «άλας και τράπεζα μη παρεμβαίνειν» κάτι ανάλογο με το δικό μας: «φάγαμε ψωμί κι αλάτι». Το αλάτι, για τους ορεινούς, ήταν δεύτερο τη τάξει πολύτιμο προϊόν μετά το ψωμί. Κατ΄ αρχήν αποτελούσε το μόνο μέσο συντήρησης των τροφών. Ήταν πολυτιμότερο του σημερινού οικιακού ψυγείου, γιατί τώρα έχουμε ανάγκη από βραχυχρόνια συντήρηση ενώ τότε από μακροχρόνια. Αν δεν είχανε αλάτι δεν θα είχανε τυρί, δεν θα μπορούσαν να φτιάξουν τσαλαφούτι, δεν θα συντηρούταν μακροχρόνια το βούτυρο, δεν θα έτρωγαν τουρσί μέχρι τα Χριστούγεννα και χοιρινό κρέας μέχρι τις απόκριες, δεν θα είχαν να ταΐσουν τα αιγοπρόβατα για να δυνατεύουν και να μαρκαλιούνται και τέλος δεν θα είχαν τρία σπυριά αλάτι για ένα βασικό τους ξόρκι.

Όλα αυτά κάλυπταν βασικές ανάγκες. Όμως όλοι είχαν και ανάγκες καλοπέρασης. Δεν υπήρχε –και δεν υπάρχει- φαγητό που δεν χρειάζεται το αλάτι. Μάλιστα επειδή όχι μόνο δεν ήξεραν τη μεγάλη ζημιά που κάνει στον οργανισμό, αλλά νόμιζαν ότι ωφελεί, αλάτιζαν απενοχοποιημένα και κατά βούλησιν. Ενοχές είχαν μόνο αν τούτο σωνόταν γρήγορα και μετά… «εν τίνι αλισθήσεται», που θάλεγε κι ο Χριστός. Γι΄ αυτό πρόσεχαν ιδιαίτερα την αποθήκευσή του. Προς τούτο είχαν το αλατολόι, δηλ. έναν παλιοτρουβά δίπλα στο τζάκι για προστασία του αποθηκευμένου αλατιού και τον αλατολόγο, δηλ. ένα μικρό ξύλινο κασελάκι ή καλύτερα ένα τμήμα από κουφωμένο ελατοκορμό με πάτο, δηλαδή μια μικρή «κουρέτσα»,για το προς κατανάλωση αλάτι. Επίσης είχαν το στούμπο τους και την αλατόπλακα, όταν ήθελαν το αλάτι ψιλό.

Το αλάτι με την είσοδο των αποικιακών προϊόντων ζευγάρωσε μια χαρά με το πιπέρι, έχοντας μάλιστα και το δικό τους κοινό σπίτι στην παλιά κλασσική δίχωρη αλατιέρα των συμποσίων. Η προμήθεια του αλατιού γινόταν από τις αλυκές Μεσολογγίου.Φόρτωναν τα μουλάρια από τα βουνά με πατάτες ή άλλα προϊόντα και τα αντάλλασσαν με αλάτι στις αλυκές. Η όλη επιχείρηση ήταν πολύ κουραστική, γι΄ αυτό και σε περίπτωση μεγάλων παραπόνων για μικρή ταλαιπωρία έλεγαν: «πήγε η παπαδιά γι΄ αλάτ΄ και τ΄ς ίδρωσε τ΄ απ΄κάτ΄».

Το 1945 οι Σουρλαίοι είχαν πάρει σβάρνα τα χωριά, για να δεξιοφρονήσουν μ΄ ένα μουλαροφόρτι πλατανόξυλα, όλους όσους δεν ψήφισαν στις εκλογές του ίδιου έτους.

Ο πατέρας μου ήταν κι αυτός ένας από τους αμαρτωλούς.

-Εσύ γιατί δεν ψήφισες; γρύλισε ο αρχισυμμορίτης. Ο πατέρας μου ευθαρσώς του λέει:

-Δεν ήμουν εδώ είχα πάει για αλάτι στο Μεσολόγγι.

-Και γιατί δεν κανόνισες να είσαι εδώ στις εκλογές; ξαναγαύγισε.

-Εδώ θα ήμουν, του λέει ο πατέρας μου, αλλά στην Αράχωβα (Ναυπακτίας) μ΄ έπιασε δυνατή βροχή και δεν μπορούσα να έρθω γιατί θα έλιωνε το αλάτι, γι΄ αυτό κοιμήθηκα εκεί.

Και μ΄ αυτό το ψέμα γλύτωσε, αλλιώς θα «τον έκαναν τ΄ αλατιού» με τα πλατανόξυλα που είχαν μαζί τους κι αν ήταν σεσημασμένος Εαμίτης θα τον βασάνιζαν ρίχνοντας σε κάθε «μαχαιριά κι αλάτι» που έλεγαν στην καθημερινότητα.