Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαρας

«Έλυνε κι έδενε» ο παραδοσιακός νοικοκύρης. Έλυνε κ έδενε με τις υπερεξουσίες, που του έδινε η κραταιά -τότε- πατριαρχία, έλυνε κι έδενε πολλούς κόμπους στην καθ΄ ημέραν άσκηση των γεωργοκτηνοτροφικών και λοιπών καθηκόντων του.

Ανώτεροι απ΄ αυτόν στους κόμπους ήταν οι ναυτικοί και σήμερα είναι ο αναρριχητές.

Η ναυτική ψαλιδιά είναι η δική του «σαμαροθηλιά», που έδενε την καναβιά στο μπροστάρι του σαμαριού. Επίσης ο ναυτικός σταυρόκομπος ήταν η δική του σταυρωτή κομποθιά και τέλος είχε κι αυτός την δική του καντηλίτσα τον «γαϊδουρόκομπο», που όμως δεν είχε καμμιά σχέση με τον ναυτικό γαϊδουρόκομπο. Από κει και πέρα αν κάποιος του έδειχνε τους περίτεχνους ναυτικούς κόμπους θα έλεγε: «τυλίχτ΄κε η τριχιά!»

Ο παραδοσιακός Ευρυτάνας χρησιμοποιούσε κι άλλους κόμπους για τις δουλειές του, όπως τις λοιπές κομποθιές (απλή και διπλή), τον ενισχυμένο γομαρόκομπο, τη κλασσική θηλιά και τη σαμαροθηλιά ενισχυμένη με απλή ή διπλή κομποθιά. Επίσης χρησιμοποιούσε άλλους κόμπους ειδικών εργασιών όπως: κόμπος δεματικών με σάλωμα, κόμπους δεματιών με δεματικά, κόμπος ασφαλείας δεσίματος των αγελάδων στο παχνί και κόμπος των αγκιστριών για τις κυριαρίνες το χειμώνα.  

Ένας περίτεχνος κόμπος, που εξαντλούσε όλη του τη φαντασία ήταν ο κόμπος που έδενε την σκάλη στον αλετροζυγό. Λειτουργικά είναι ο ίδιος, που ήταν δεμένος ο ζυγός στην άμαξα του Γορδίου, που όμως τεχνικά έμεινε στην ιστορία ως ο άλυτος κόμπος, που ο Μεγαλέξανδρος τον έλυσε μεγαλεξανδρικά.

Με περίτεχνους κόμπους έδεναν οι γυναίκες τα μαλλιά τους, ποιώντας τις αισθησιακές κοτσίδες και το θρυλικό κότσο τους. Επίσης στον κόρφο τους έκρυβαν, δίπλα στ΄ άλλα μυστικά, το κομπόδεμά τους και μόνο τη γλώσσα τους δεν έδεναν κόμπο! Βέβαια υπήρχαν και κάποιες που δεν γνώριζαν το ειδικό κόμπο, με τον οποίο δένονταν οι βρακοζώνες!

«Όταν έφτανε ο κόμπος στο χτένι» ήγουν ο κόμπος κάποιων νημάτων του στημονιού στο χτένι του αργαλειού και εμποδιζόταν έτσι η περαιτέρω ύφανση, τότε το νοικοκύρη «έπιανε ένας κόμπος στο στομάχι» και ένοιωθε «έναν κόμπο στο λαιμό» (όχι από τη γραβάτα, γιατί μόνο σήμερα φοριέται η φουστανέλα με γραβάτα!) Σ΄ άλλες περιπτώσεις επειδή ήταν καχύποπτος και φιλομαθής συνήθως «δεν έδενε κόμπο ότι άκουγε».   

Στις σύγχρονες ορολογίες ο κόμπος ξαναβρήκε τις αρχαιοελληνικές του ρίζες χωρίς το βαρβαρικό «μπ» κι έτσι έχουμε: κόμβους συγκοινωνιακούς και εμπορικούς, κόμβους ως μονάδα μέτρησης ταχύτητας των πλοίων και εσχάτως πληροφορικούς κόμβους.

Τέλος, για να μην ξεχνιόμαστε, ως χώρα -και ως πολίτες-έχουμε περασμένο το λαιμό μας στη θανατερή θηλιά του χρέους και της υπανάπτυξης, που ο πρωθυπουργός μας θα τον κόψει μεγαλεξαντρικά με τις γαλλικές φρεγάτες που εσχάτως αγόρασε τρεις στη τιμή των δύο, σαν προσφορά απορρυπαντικών!