Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Ο σουγιάς είναι ένα κοφτερό γενικής χρήσης. Είναι μικρότερος από τα μαχαίρια, όμως η ειδοποιός δια φορά του είναι ότι είναι αναδιπλούμενος, που τον κάνει, σε σχέση με τα μαχαίρια, πιο εύχρηστο και ασφαλέστερο. Είναι -θα λέγαμε- ένα μαχαίρι τσέπης. Το γενικό του όνομα είναι σουγιάς (εξ Οθωμανών προερχόμενο) ή τσικί (από το Βυζαντ. τσακίον = αναδιπλούμενο μαχαιρίδιο), επίσης σε πολλές περιοχές λέγεται και λάζος, που ήταν περισσότερο πολεμικός σουγιάς. Μεταφορικά ο σουγιάς ως έννοια χρησιμοποιούταν και απαξιωτικά λέγοντας προσβλητικά κάποιον: «α! ρε σου΄ιά!» Μεταφορικά «σουγιά» κορόιδευαν τον καμπούρη και τον κακοφτιαγμένο άνθρωπο. Ο σουγιάς ήταν το εργαλείο, που πάντα βρισκόταν σε ετοιμότητα να εξυπηρετήσει τον τροφοσυλλέκτη Ευρυτάνα, να υποκαταστήσει τα δόντια του φαφούτη (κι ήταν πολλοί τέτοιοι μέχρι να διαδοθούν οι σωτήριες μασέλες), να οπλίσει το χέρι του του αυτοαμυνίτη.

Εν αρχή οι κυκλοφορούντες σουγιάδες ήταν χειροποίητοι. Πρώτης ποιότητας ήταν οι μαυρομάνικοι (1)δηλ. οι φέροντες κοκάλινο μαύρο μανίκι (λαβή), που προκαλούσαν ένα μεταφυσικό δέος, γιατί ήταν αδιάλεχτο εξορκιστικό εργαλείο. Ακολουθούσαν οι κοινοί κοκάλινοι με ανοιχτόχρωμο κέρατο. Δευτερότερες ήταν αυτοί που είχαν ευτελή ξύλινη λαβή και έφεραν το λαμπρό όνομα «κολοκοτρώνες» (2), από το θρύλο που τις συνδέει με τον Κολοκοτρώνη. Το βασικότερο που διέκρινε όλους τους σουγιάδες ήταν η λάμα τους, αν ήταν καλά «τσιλικωμένη» ώστε να κόβει. Η είσοδος της βιοτεχνικής παραγωγής και η επέλαση της βιομηχανικής τοιαύτης, έφερε αλλαγές και στα κοφτερά ημών. Οι σουγιάδες μας έγιναν κομψότεροι και κυρίως λειτουργικότεροι και… κοφτερότεροι. Ένας άλλος σουγιάς κατάλληλος για κάποιες αγροτικές εργασίες, όπως στον τρύγο, ήταν ο αγροτικός σουγιάς,(3) που με την γαμψή του λάμα διευκόλυνε σε αρκετές χρήσεις. Το σουγιαδάκι (4) ήταν ένα στοιχείο που ελάμπρυνε έτι περισσότερον την μποέμικη παρουσία μας και δεν έλειπε από καμιά νεολαιίστικη τσέπη. Έλειπε μόνο άμα το χάναμε, πράγμα που συνέβαινε συχνά. Χωρίς σουγιαδάκι ήταν σαν να πήγαινες άοπλος στον πόλεμο. Ήταν κομψό και κοφτερό και… νόμιμο, γιατί είχε λάμα μικρότερη από τέσσερα δάχτυλα και δεν έφτανε στην καρδιά, σε περίπτωση μαχαιρώματος, όπως λέγαμε. Μάλιστα αποκτούσε μια ιδιαίτερη μαγεία και μαγκιά, αν το συνόδευε και μια αλυσίδα, που την προσδέναμε στο θυλάκι του παντελονιού ή την παίζαμε μποέμικα. 

Από την εποχή του Μεσοπολέμου εμφανίστηκε η «όκαρη» (5) η καλύτερη σουγιά όλων των εποχών. Το 1902 η Σόλινγκεν Γερμανίας αποφάσισε να φτιάξει ένα φτηνό, αλλά αξιόπιστο εργαλείο- σουγιά, για χρήση στις γερμανικές αποικίες της Αφρικής. Έφτιαξε έτσι τον ΟΚΑΠΙ. Ο σουγιάς φτιαχνόταν με ανθρακούχο σφυρηλατημένο χάλυβα και λαβή από καφέ κοκκινωπή ρητινωμένη αγριοκερασιά. Η όκαρη (όπως ελληνόφωνα την έλεγαν) ήταν ο σουγιάς, που στους αγρότες του χωριού πιστοποιούσε το γερμανικό βιομηχανικό θαύμα. Έτυχε το ξενόγλωσσο όνομά της ΟΚΑΡΙ να μοιάζει με ελληνικό, γι΄ αυτό υιοθετήθηκε με μεγαλύτερη αγάπη. Περί το τέλος της αγροτοποιμενικής εποχής, που ο τρουβάς εμπλουτίστηκε διατροφικά εμφανίστηκε ο σουγιάς πολυμηχάνημα ή ελβετικός σουγιάς (6)με πολλά παρελκόμενα εργαλειάκια (ανοιχτήρι κονσερβών, ψαλιδάκι, πριονάκι, τριμπουσόν κ. ά.) και ο οποίος ξεκίνησε ως σουγιάς του ελβετικού στρατού, κόντρα στη λαμπρή γερμανική σουγιαδοποιία. Σήμερα έχουμε μια τεράστια γκάμα μαχαιροειδών και ο σουγιάς καθαιρέθη από βασιλεύς.