Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Έχω την τιμή να είμαι συνομήλικος με το ΚΤΕΛ Ευρυτανίας και οι δυο ξεκινήσαμε τον επίγειο βίο μας το 1952. Εύχομαι εγώ να τα εκατοστήσω και το ΚΤΕΛ να τα… χιλιάσει.

Το ΚΤΕΛ έκανε ένα θαύμα. Εκεί που η ταχύτητα κίνησης του αγροίκου των βουνών δεν ξεπερνούσε τα 5 Km/h την εκτόξευε περίπου δεκαπέντε φορές απάνω! Ξεκίνησε τη λειτουργία του με 20 μικρά λεωφορεία και πάρα πολλούς επιβάτες κι έφτασε σήμερα να έχει πολλά και μεγάλα λεωφορεία αλλά λίγους επιβάτες. Το αντιπροσωπευτικό λεωφορείο της πρωτομετεμφυλιοπολεμικής φάσης ήταν ο «καρνάβαλος» της Φραγκίστας, βέβαια και τ΄ άλλα χωριά δεν υστερούσαν σε αντίστοιχης ποιότητας λεωφορεία. Αρκετοί άνθρωποι επέστρεψαν, μετά τον Εμφύλιο, στις πατρογονικές τους εστίες και πολλοί, στον απόηχο του παλιού παραδοσιακού νοικοκυριού, συνέχισαν την πολύτεκνη παιδοποιία. Για τη μόρφωσή των παιδιών ιδρύθηκαν διάφορα ιδρύματα. Ένα απ΄ αυτά ήταν και το… ημιγυμνάσιο Δομνίστας, του οποίου υπήρξα τρόφιμος επί μία τριετία. Αυτήν την περίοδο ήρθα σε επαφή με τα τροχοφόρα μέσα μεταφοράς. Κάθε Σάββατο με άδειο τον τρουβά, μισοάδεια την κοιλιά και… γεμάτο το κεφάλι γράμματα, παίρναμε το δρόμο για το Κρίκελλο. Συνήθως κάποιο φορτηγό μας απάλλασσε από ένα κομμάτι του δρόμου μας. Πάντα ευγενείς και διαπνεόμενοι από βουκολικό ιπποτισμό, αφήναμε τα κορίτσια ν΄ ανέβουν πρώτα στην καρότσα, ικανοποιώντας έτσι και κάποιες αμαρτωλές οφθαλμολαγνικές μας ορέξεις! Το δειλινό της Κυριακής ήταν η ώρα της επιστροφής μας στο δομνιστιάνικο τέμενος των Μουσών. Φορτωμένοι το τρουβά μας, γεμάτον ψωμότυρο, ροβολούσαμε τις κατηφόρες του Μέγα-Λόγγου. Όμως για τους πλούσιους, που διέθεταν το αντίτιμο του εισιτηρίου, υπήρχε το φορτοεπιβατικό του Σωτήρη, με οδηγό τον αξέχαστο Γιωργάκη. Εμείς οι… λιγότερο εύποροι, τον περιμέναμε στη Γέφυρα του Κρικελλοπόταμου. Πολλές φορές ξεκινάγαμε μαζί από το χωριό και με το τρεχαλητό μας, ως σύγχρονοι Φειδιππίδηδες, φτάναμε νωρίτερα στη Γέφυρα. Περίπου μια ώρα κανονικός ποδαρόδρομος. Εκεί επιβιβαζόμασταν κι έτσι γλιτώναμε την ανηφόρα για τη Δομνίστα και κατά κανόνα το αντίτιμο του εισιτηρίου.

Ο καψιώτης Γιωργάκης στα μάτια μας ήταν ένας ημίθεος. Όχι μόνο κουμαντάριζε με επιδεξιότητα και ασφάλεια το θαύμα της γερμανικής τεχνολογίας, αλλά γνώριζε τόσο καλά το δρόμο, που σε κάποια σημεία για να σκιάξει λίγο εμάς τους, ατρόμητους κατά τα άλλα, βουκολόπαιδες, αλλά και να χτίσει το θεϊκό του προφίλ, κατέβαινε από το αυτοκίνητο και το ακολουθούσε πεζός και όταν αυτό επιταχυνόταν ή άρχιζε να παρεκκλίνει από τον ίσιο δρόμο, σαλτάριζε πάνω και έπιανε το τιμόνι. Οι οδηγοί τότε δεν ήταν μόνο ημίθεοι ήταν και ήρωες οδηγώντας στους κατσικόδρομους με τα σαράβαλα, που τους προμήθευε η χωματερή της δυτικής τεχνολογίας. Τα φορτηγά με τη μεγάλη καρότσα συνέχιζαν τη δράση τους ως επιβατικά και μετά την εκπνοή του «καρνάβαλου». Πολλές φορές αναλάμβαναν να κουβαλήσουν το συμπεθεριό σε διατοπικούς γάμους ή να μεταφέρουν πανηγυριστές σε εξωχώρια πανηγύρια ή να οδηγήσουν εργατικά συνεργεία στους τόπους δουλειάς. Μάλιστα το Δασαρχείο διέθετε τα φορτηγά του ειδικά γι’ αυτήν τη δουλειά, ήταν τότε που η τροχαία εποίει την ανάγκη φιλότιμο.

Βέβαια δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην λαθραία κρεματζάλα, που κάναμε στις καρότσες των φορτηγών. Όταν το φορτηγό περνούσε από μπροστά μας, τρέχοντας μέσα σ΄ ένα σύννεφο σκόνης, που φιδοσερνόταν στο χωματόδρομο, κρεμιόμασταν στην πόρτα της καρότσας και απολαμβάναμε ένα ονειρικό ταξίδι, πνιγμένοι στη σκόνη του χωματόδρομου και στο κατάμαυρο καυσαέριο της εξάτμισης, μέχρι να μας κυνηγήσει ο οδηγός ή η ασφυξία. Κάπως έτσι γνωρίσαμε και εισήλθαμε στο μεγαλείο του βιομηχανικού μας πολιτισμού!