«…Στη Ζάτουνα Αρκαδίας, μια χειμωνιάτικη μέρα του 1969… Ο Μίκης μπαίνει στο καφενείο και ζητά να φωνάξουν όλο το χωριό για να τους κεράσει. Οι αστυνομικοί, αστειευόμενοι, τον ρωτούν αν παντρεύει κανέναν. Εκείνος τους απαντά : ‘’Σήμερα πάντρεψα τη μουσική μου με το έργο του Άγγελου Σικελιανού’’.

Μόλις είχε ολοκληρώσει την ‘’Αρκαδία V’’, το Πνευματικό Εμβατήριο σε ποίηση Σικελιανού. …’’Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο’’.

Ο Σπύρος Κλείδωνας, ήταν ένας από τους δεκάδες αστυνομικούς, που στάλθηκαν στη Ζάτουνα, να επιτηρούν τον Μίκη. Ο Σπύρος Κλείδωνας αφηγείται:

‘’Ήμουν παιδί, ερχόμενος από το χωριό μου, απ’ τις πέτρες, σχεδόν ξυπόλυτος, είδα μπροστά μου έναν ψηλό άνδρα, παλικάρι και με έπιασε τρέμουλο. Μου είχαν δώσει ένα αυτόματο ΤΟΜΣΟΝ, ούτε καλά τη χρήση του δεν ήξερα. Στο χωριό υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση. Πάνω από 30 χωροφύλακες. Η εντολή ήταν ο Μίκης να μην μιλάει σε κανέναν. Ακόμα τον θυμάμαι να κάνει σχέδια στο χώμα κρατώντας δυο ξυλάκια μικρά, καθώς περίμενε να πάμε στο σπίτι του. Όπως ακόμα θυμάμαι την ηλιαχτίδα που φώτισε το πρόσωπό του, όταν τον πρωτοείδα!

Ένα από τα πρώτα βράδια που τον φρουρούσα βγήκαμε έξω από το σπίτι, καλοκαίρι και τον φύλαγα. Ήμασταν και οι δυο αμίλητοι και κάποια στιγμή μου λέει: ‘’κ. χωροφύλακα πέρασε η ώρα’’, εννοώντας τον χρόνο που είχε για να μείνει έξω, πάντα φρουρούμενος. ‘’Ευχαριστώ για την σιωπηλή παρέα μας’’, είπε και μπήκε ξανά στο σπίτι…»

Ο Μίκης ξεχώρισε τον Κλείδωνα γιατί τον είχε δει να διαβάζει βιβλία. ‘’Έτσι κάπως ξεκινήσαμε  να μιλάμε’’, λέει χαρακτηριστικά. Έτσι μέσα από τις κουβέντες τους άρχισε να συνειδητοποιεί την κατάσταση. ‘’Κατάλαβα ότι πρέπει να είμαι ελεύθερος. Ήταν αυτό που λέμε ότι ο κρατούμενος επηρέασε τον φύλακά του, να καταλαβαίνει πως έπρεπε να ζει’’.

Με τον Μίκη συναντήθηκαν ξανά, 15 χρόνια αργότερα, σε μια συναυλία στην Επίδαυρο.’’ Πήγα να τον δω . Με γνώρισε, μιλήσαμε, συγκινηθήκαμε, έλεγε σε όλους την ιστορία μας…»

Αντίθετη βέβαια ήταν η ιστορία και τα συναισθήματα του Μίκη για τον δεσμοφύλακα-βασανιστή του Υπομοίραρχο Κώστα Στεργίου, διοικητή της φρουράς στη Ζάτουνα, για τον οποίο έγραψε και μελοποίησε το ποίημά του ‘’Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου’’:

‘’Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου, προέρχομαι από τους Βησιγότθους, Οστρογότθους, Μαυρογότθους.

Κατοικώ σε σπήλαια, λαξεύω ρόπαλα, πίνω νερό σε κρανία. Επάγγελμά μου ο θάνατος…’’(άλλοι 24 στίχοι)

«Στα 1975, θα πει ο Θεοδωράκης, τραγούδησα για πρώτη και τελευταία φορά αυτό το τραγούδι σε συναυλία στο στάδιο Μενιδίου. Εκεί κατά σύμπτωση υπηρετούσε ως διοικητής ο φουκαράς ο Κώστας Στεργίου. Στη μέση του τραγουδιού σηκώθηκε κι έφυγε. Και έκτοτε εξαφανίστηκε. Το βράδυ στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς την Αθήνα μου λέει ο πατέρας μου:

-Σε συμβουλεύω να μην το ξαναπείς, είναι πολύ σκληρό..

Και δεν το ξαναείπα…»

( Μίκης Θεοδωράκης, Μελοποιημένη ποίηση, 1998)

Αθάνατος και μεγαλόψυχος ο Μίκης…!