Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Το τζάκι-εστία ήταν μέχρι χτες ο ομφαλός του σπιτιού, ήταν το σημείο αφετηρίας, αναφοράς και τερματισμού του δρόμου κάθε ανθρώπου. Ο μπουχαρής με τα κούτσουρα και τη θράκα, τα γυαλισμένα γωνολίθια και τα καπνισμένα τζακόξυλα, με τις παραθύρες εκατέρωθεν, γεμάτες καφόμπρικα, προβολικά και τσακμάκια, με το σύντραβλο, τη μάσια και την πυροστιά, είναι η προγονική αίσθηση και μνήμη όλων των ανθρώπων.

Το πιο αγαπημένο μέρος της σπηλιάς, της καλύβας, του καλυβιού, του νοικοκυρόσπιτου και του αρχοντικού ήταν η γωνιά του τζακιού. Η χρήση της φωτιάς χάνεται στα βάθη της παλαιολιθικής εποχής. Από τότε μέχρι τις τελευταίες μέρες του ποιμενικού πολιτισμού, που και μεις ζήσαμε, λίγα πράγματα άλλαξαν στη χρήση της. Το μονόχωρο σπιτοκάλυβο, με το τζάκι στη μέση, ήταν ο κυρίαρχος τύπος του λαϊκού σπιτιού, μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Το τζάκι, όντας στη μέση του σπιτιού, δεν είχε καμινάδα. Ο αναθρώσκων καπνός, αφού πρώτα πλημμύριζε όλο τον εσωτερικό χώρο, έβγαινε από μια στεγασμένη τρύπα της σκεπής ή από τις πάμπολλες χαραμάδες της.

Ήταν αποκάλυψη για μένα όταν κατάλαβα ότι και σήμερα αν σχεδίαζα το σπίτι μου, με κείνες τις κοινωνικές συνθήκες με τις πολυμελείς οικογένειες και τις τεχνολογικές που τα τσεκούρια και τα λοιπά κοπτικά των ξύλων ήταν σπάνια και δυσεύρετα, το τζάκι θα το έβαζα στη μέση του σπιτιού μου. Ήταν η καλύτερη λύση κι ας ντούχνιαζε το σπίτι με καπνό.

Όταν τα κοπτικά εργαλεία κάλυπταν τις ανάγκες υλοτόμησης και τα σπίτια μεγάλωσαν, οι άνθρωποι έφευγαν σιγά- σιγά από το βασίλειο της αδήριτης Ανάγκης και όδευαν στον κόσμο της άνεσης. Τότε το τζάκι έφυγε από τη μέση του σπιτιού και πήγε συνήθως στην μικρή πλευρά ενός ορθογωνίου σπιτιού και απέκτησε καμινάδα. Την καπνίλα αυτού του τζακιού κουβαλάμε εμείς οι τελευταίοι των Μοϊκανών της γεωργικής εποχής και αυτουνού οι χάρες και οι ηδονές φωτίζουν τη μίζερη ζωή μας. Ως ερασιτέχνης ποιητής του τζακιού και ως επαγγελματίας τεχνολόγος ήθελα να αναφερθώ σε κάποια λειτουργικά και κατασκευαστικά ζητήματα αυτού.

Στο παλιό τζάκι, κατά παράβαση της τεχνολογικής δεοντολογίας, η εστία δεν είχε ύψος μέχρι εξήντα εκατοστά αλλά γύρω στο μέτρο και τούτο γιατί έπρεπε να χωράει η καιόμενη γάστρα. Για να χωράει η εστία μακριά ξύλα δεν ήταν υπερυψωμένη αλλά ισόπεδος με το πάτωμα. Η καμινάδα της για λόγους καπνικής χωρητικότητας ήταν διπλασίων και άνω διαστάσεων, από αυτή των σημερινών. Όταν έκαιγαν διάφορα μισοβρεγμένα κλαρίδια για το κάψιμο της γάστρας ο εκπεμπόμενος καπνός συναγωνιζόταν τις λιγνιτικές μονάδες ΔΕΗ. Η καμινάδα εκτός από τον καπνό χωρούσε και άνθρωπο για να διαφύγει από τους διώκτες του αλλά και να… ξεκουραστεί σε μια προεξέχουσα πλάκα λίγο πριν την έξοδο. Η εστία ήταν στρωμένη με κάπως θερμομονωτικές κέχρινες πετρόπλακες και τα όρια της περιφρουρούσε ένα πλαίσιο από υπερυψωμένους πυρομάχους, γυαλισμένους από το ακόνισμα των κοφτερών, που έκανε η νοικοκυρά.