Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Κική Δημουλά – Γας Ομφαλός 

Αναστηλώνεται  Νοέμβρης τῶν Δελφών.
Απόβροχο στις μετόπες της απορρόφησής του.
Σύννεφα που δεν θα  φύγουν μοιράζονται θρόνους.
Ζωφόροι φύλλων κίτρινων κοσμούν
Αντισεισμικά ανάκτορα ανέμων…..
( Απόσπασμα ) 

Κική Δημουλά, [Αδιατάρακτος Νοέμβρης]

[…] Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης
με σημαίες παντού χθεσινής βροχής
παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα –
δυο τρία φύλλα μόνον εστασίαζαν υπάρχοντας.
Το στρογγυλό λιβάδι σαν περιβραχιόνιο
στην ελεύθερη εξάπλωση της φύσης
και πάλι έσκυβα να πιω μέσα από την ίδια ακινησία
που έπιναν σκυμμένα εκείνα τα μουλάρια.
Αστραφτερή η διάταξη του ήλιου
πάνω στο τρίχωμά τους
δεμένη χαλαρά σε ζουζουνιού κορμό
για να μη φύγει. […]
(απόσπασμα από το ποίημα «Ατροφικό ένστικτο»)


Μάνος Ελευθερίου – Η δόξα των ανέμων 

«Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων –
γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής.
Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων
τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς.

Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει
σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική
κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη
θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική.

Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι
κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς.
Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι
σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.

Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι
σαν ένα σώμα, στην αρχή συλλαβιστά.
Να κατακτήσεις και το μπλέ που είναι στον Άδη.
Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά.

Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι
πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί.
Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι
γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.

Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια.
Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό.
Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια
και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.

Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος –
διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές.
Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος
να το φορέσουν των ανέμων εραστές.

Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει
σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό.
Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη
μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό.

Ποιμένες άγγελοι στα μωβ των αθανάτων
πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή.
Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων
και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.

Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις.
Η νομιμότητά σου εξωπραγματική.
Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις
κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.

Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων.
Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών.
Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον.
Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.

Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων
πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά
έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων
τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.»
(Η Πόρτα της Πηνελόπης, 2003)