Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

       Την ώρα που φύγαμε — κόντευε σχεδόν να ξημερώσει — τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και φύγαμε, χωρίς να πούμε καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά ξαναπέρασαν απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ μεγάλη νοσταλγία…   

            Αυτή η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε για καιρό μέσ’ στο μυαλό μου. Έπειτα, σιγά σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα νιάτα, άρχισα και γω να την ξεχνώ.   

            Μετά πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε θέλω να σας κουράσω, με το να σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι εμένα, τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ συμπαθητικός — αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον ξέρετε — με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας τον αγαπούσε — και γω αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι έτσι, ένα καλό πρωί βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα ξεχάσω το καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής μου: βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου περισσότερο ελεύθερο από πάντα — ίσως επειδή επρόκειτο να σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί παράξενο, αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…   

            Είχαμε ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε λίγο πριν απ’ τις Αποκριές. Επρόκειτο να φύγουμε για την Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε το καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.   

            Το καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν κυρία, και είχα πολύ διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει και καλά, να διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.   

            Μια βραδιά — πάλι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς — (γιατί τα θυμούμαι τώρα, Θε μου, όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός μακρινού μου συγγενούς. Επρόκειτο, όπως συνήθως, να χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας — οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’ άλλο σπίτι. Χόρεψα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ στην παραζάλη του χορού, είχα καθίσει πάλι στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ στεκόμουν και μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος. Μόλις τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι εκστατική. Στάθηκε κοντά μου, με τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί από αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο λυπημένα· έμοιαζαν, τώρα, σα φωτιές που πρόκειται να σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου — και ξέρετε τα χρόνια μου, πιστεύω — μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…   

Συνεχίζεται…