Γράφει η Αθανασία Παν. Κατσικερού- Φλώρου

Αύγουστος του 2012.

Η Βασιλική, εγγονή του Γιατρού Ιωάννη Πριγκηφίλη (1885-1956), βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μεγάλου Χωριού, στην Ευρυτανία, θέλοντας ν’ αποθέσει λίγα λουλούδια στους προγόνους της που έλαμψαν επί μακρόν στον αστερισμό της Ανιδιοτέλειας. Ο τάφος ο οικογενειακός, ο αγορασμένος απ’ τον παππού, το έτος 1953 και ξανά αγορασμένος το 1968 απ’ τον πατέρα της Κωνσταντίνο Πριγκηφίλη, δεν υπάρχει. Άλλο όνομα βλέπει εκεί. Και τα οστά των αγαπημένων της άφαντα! Κανείς δεν ξέρει πού πετάχτηκαν! Η ίδια,  ως κληρονόμος και υπόχρεη για τον τάφο, δεν ενημερώθηκε για την υπό της Δημοτικής Αρχής παράνομη πράξη. Τα μάτια της βουρκώνουν… Οι γεννήτορές της ανταριάζουν  τα σωθικά της… Απαιτούν δικαίωση!

Ο Γιατρός Ιωάννης Αθαν. Πριγκηφίλης

Την πνίγει τ’ άδικο. Σηκώνει αντάρτικο το κεφάλι στους Κρέοντες του Καρπενησίου. -«Υπάρχουν Νόμοι! Δεν μπορεί! Η αλήθεια θα λάμψει!», σκέφτεται. Κι αρχίζει έναν ανήφορο δυσθεώρητο στα γραφεία των αρμοδίων για να εισπράξει αδιαφορία, χλευασμό, απαξίωση, αχαριστία, μειδιάματα φαύλα, ταπεινωτικά, ανοίκεια. Καταγγέλλει το θάψιμο της υπόθεσης στο Αρχείο της Εισαγγελίας Καρπενησίου. Χτυπά πόρτες, ψάχνει, μιλά για τον παππού της, θυμίζει τον αγώνα του, τις διακρίσεις του στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και ύστερα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Οι δρόμοι της δόξας και της αναγνώρισης ολάνοιχτοι μπροστά του και το μέλλον του λαμπρό… Μα αυτός ακολούθησε τη φωνή της καρδιάς του.

Σεβάστηκε την παράκληση του πατέρα να γυρίσει στο χωριό του, να βοηθήσει τους αναγκεμένους, να σώσει τους ξεχασμένους της ζωής. Έβαλε στην ιατρική του βαλίτσα εγκόλπιο και ακολούθησε το αστέρι της μοίρας του στη φτωχιά ευρυτανική γη. Έστησε το ιατρείο του στο πατρικό του, το κτισμένο απ’ τον γονιό του Αθανάσιο, έμπορο ξακουστό στην Πόλη, όπου πλούτισε και γέμισε το Μεγάλο Χωριό με καλούδια πρωτοφανέρωτα απ’ τα βάθη της Ανατολίας. Το αρχοντικό έγινε η «κολυμπήθρα του Σιλωάμ» για τους ντόπιους. Αξημέρωτα, γέμιζαν την αυλή άνθρωποι που τον χρειάζονταν. Όλοι, όχι μόνο στην Ποταμιά αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρυτανία, γνώριζαν ότι τούτος ο γιατρός τιμούσε τον όρκο του. Δεν υπολόγιζε χιόνια, ανεμοσούρια, σάρες και κατσικόδρομους, προκειμένου να σώσει μια ζωή. Εξειδικευμένος παθολόγος, με γνώσεις πολλές, αμέτρητες ευαισθησίες, ήταν πανταχού παρών και σαν ακτινολόγος, ορθοπεδικός, αστίατρος, ιατροδικαστής, μαιευτήρας. Εύρισκε χρόνο, να παλεύει και για τα κοινά. Διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας Μεγάλου Χωριού, διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες για τους συγχωριανούς. Ανέβηκε, ακούραστος δουλευτής, στ’ αλώνια της Ανάγκης, τότε που η φτώχεια ρίζωνε τις παράγκες της στην  παρατημένη απ’ το αστικό κράτος Ευρυτανία. Οργάνωσε με συναδέλφους του, στα χρόνια της ανταρτοσύνης, Νοσοκομείο στο Μεγάλο Χωριό, στο οποίο γιατροπορεύτηκαν εκατοντάδες αντάρτες. Τ’ όνομά του σύμβολο για τους γιατρούς, μετά την επιτυχή χειρουργική επέμβαση στα γεννητικά  όργανα του ανταρτοεπονίτη Αυγέρη Αυγερόπουλου, που τραυματίστηκε από οβίδα στη μάχη της Παύλιανης. Μαζί με τους χειρουργούς, Βασίλειο Υφαντή και Κακαρούγκα από την Ιτέα, στις 13 Ιουνίου του 1943, τον χειρούργησαν, χωρίς αναισθητικό και με λίγα εργαλεία για πρώτη φορά στα ιατρικά χρονικά και τον έσωσαν.

Ιωάννης Αθ. Πριγκηφίλης και η γυναίκα του Βασιλική Σταθοπούλου

Δίπλα του, συνοδοιπόρισσα η γυναίκα του Βασιλική Σταθοπούλου, συγγενής του Αγίου Γερασίμου του Μεγαλοχωρίτη, που η Εκκλησία τιμά ως «ένθεον βλάστημα και της Ευρυτανίας γέρας και εγκαλλώπισμα», ο οποίος βασανίστηκε και αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους, στις 3 Ιουλίου του 1812, σε ηλικία 25 ετών, μη απαρνούμενος την πίστη Του. Κάθε βράδυ, η Βασιλική, έβαζε στο σακούλι ό,τι χρειάζονταν οι φτωχοί και τ’ άφηνε έξω απ’ την πόρτα τους. «Το Αερικό»!, λέγανε οι συντοπίτες και κάνανε το σταυρό τους, ευγνώμονες για τις αναπάντεχες ευεργεσίες. Μαθεύτηκε το μυστικό της, μόνο όταν οι νευρόπονοι την καθήλωσαν στο κρεβάτι και οι αγαθοεργίες σταμάτησαν.

Στον γιο τους έδωσαν το όνομα Κωνσταντίνος, στη μνήμη του αδερφού του γιατρού που, νεαρός αξιωματικός τότε, σκοτώθηκε στις 13 Αυγούστου 1921, στην τοποθεσία Κιρέζ Ογλού Ντάγ στη Μικρά Ασία. Καημός αγιάτρευτος, γιατί δεν έμαθαν ποτέ, αν ο λεβέντης τους θάφτηκε, αν βεβηλώθηκε το σώμα του από τους Τσέτες, αν κατασπαράχτηκε από γαμψώνυχα αρπαχτικά.

Διαβήκαν τα χρόνια. Η αχαριστία αγκαλιά με τη λησμοσύνη θρονιάστηκαν στα Γραφεία καρεκλοκένταυρων αφεντάδων. Δρόμος δεν βρέθηκε να πάρει τ’ όνομά τους, να το διαβάζουν οι νεώτεροι, να ρωτάνε και να μαθαίνουν συμβάντα από τη χώρα της αλληλεγγύης. Λιθοξόος δεν αναζητήθηκε να χαράξει τις μορφές τους. Η Πολιτεία απούσα!

Ακόμα και στην ανηψιά τους, την δεκαοχτάχρονη Ηρωίδα Παναγιώτα Σταθοπούλου, που κομματιάστηκε στις 22 Ιουλίου 1943, κάτω από τις ερπύστριες του γερμανικού τανκ, κυματίζοντας την ελληνική σημαία,  στη μεγάλη διαδήλωση της Αθήνας, λειψές οι τιμές. Οι επονίτες σύντροφοί της την τίμησαν κατεβάζοντας την πινακίδα στην οδό Βαλτινών όπου έμενε, και ανεβάζοντας άλλη με το όνομά της. Μετά την απελευθέρωση, όμως, οι «ελληνικές» κυβερνήσεις επανέφεραν στον δρόμο την πρότερή του ονομασία! Όσο για το Μνημείο που βλέπει ο διαβάτης στο έμπα του Μεγάλου Χωριού, το έφτιαξαν μόνοι τους ο Αυγέρης Αυγερόπουλος με τη γυναίκα του Γεωργία Πριγκηφίλη, κόρη του Γιατρού.

Η εγγονή, Βασιλική Πριγκηφίλη συνεχίζει να δίνει τον δικό της αγώνα στις μέρες μας, τις λεηλατημένες από ναφθαλινοβγαλμένες επετείους και θεάματα έμπλεα κομματικής κομπορρημοσύνης, σε μια εποχή λιγδιασμένη από τον ξεπεσμό των ηθών. Τον Απρίλη του 2017, καταθέτει αγωγή κατά του Δήμου Καρπενησίου στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Λαμίας, για προσβολή νεκρών και ηθική βλάβη. Η απόφαση βγαίνει στις 11 Ιουνίου 2021. αναγνωρίζοντας το δίκιο της οικογένειας και επιδικάζοντας το ποσό των 5.000 ευρώ! Τόσο κοστολόγησαν την ύβρη!

Το αρχοντικό Πριγκηφίλη στο Μεγάλο Χωριό.Μοναδικό μνημείο αρχιτεκτονικής.

Η ύβρη συνέχισε να διαπράττεται και στ’ αρχοντικά των Πριγκηφίληδων . Και στο χτισμένο στα 1793, υπαγόμενο σύμφωνα με τον αρχαιολογικό νόμο στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Φθιώτιδας και Ευρυτανίας  και στο αρχοντικό του 1890, υπαγόμενο με ΦΕΚ 1212/2004 στην Υπηρεσία Νεώτερων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Θεσσαλίας και Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας. Ήδη, το δεύτερο εξ αυτών, τον Γενάρη του 1963 επιτάχτηκε, χωρίς να ενημερωθούν οι κληρονόμοι, για να βάλουν κατοίκους του Μικρού Χωριού μετά την καταστροφή του από την μεγάλη κατολίσθηση. Όταν οι κληρονόμοι ανέβηκαν να δούνε τι έγινε, το βρήκαν πλήρως λεηλατημένο! Τίποτα πια δεν θύμιζε την παλιά του αίγλη. Σήμερα, στέκουν λησμονημένα στου χρόνου τη φθορά. Επηρεασμένοι από τη νοοτροπία του νεοραγιαδισμού οι κρατούντες αδιαφορούν και δεν προστάτεψαν, ούτε προστατεύουν τα μνημεία αυτά από έλλειψη αισθητικής, και γνώσεων. Πόση αγνωμοσύνη γι’ αυτούς που προσπάθησαν, ξαγρύπνησαν, αφιέρωσαν τις ώρες τους για να διδάξουν την Ανθρωπιά!

Υπάρχουν, όμως, κάποιοι Ιδεολόγοι που ακολουθούν το παράδειγμά τους, που ονειρεύονται ότι θ’ απλώσουν τα γνέματα της Χαράς στον αργαλειό του Κόσμου, ότι θα μοιράσουν τη θωριά του Όνειρου στους νέους για να τιμούν τους νεκρούς τους, να τους ανάβουν ένα μελισσοκέρι, να τους ευχαριστούν που τους δώρισαν τη ζωή και να τους αφιερώνουν ξομολογήματα του Γιάννη Ρίτσου:

«Μην μετανιώσεις γι’ αυτά που έδωσες.

Άσε τους άλλους να μετανιώσουν

που δεν τα εκτίμησαν»