Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Το στανοτόπι ήταν ένα πολύ σύνθετο συγκρότημα Ήταν κατοικία των τσοπαναραίων και εργαστήρι της παραγωγής των. Για όλα αυτά διέθετε τα απαραίτητα σκεύη, εργαλεία και αντικείμενα, τα οποία δεν θα χωρούσαν αν δεν περίσσευε ή ευφυία και το πρακτικό πνεύμα του τσέλιγκα.

Για τις ανάγκες της εστίασης είχε την εστία με τα κακαβολίθια ή την πυροστιά, είχε τα εργαλεία παρασκευής φαγητού όπως κακκάβια, τέντζερη, χουλιάρες, ταψιά, βλαχοτήγανο, μπρίκια, μαχαίρια κι ένα χατζάρι.

Για την αρτοποιία είχε το τσουβάλι με το αλεύρι, ένα ξύλινο σκαφίδι ή στην ανάγκη ένα τομάρι στοιχειωδώς επεξεργασμένο, είχε ένα ή δύο ταψιά και μια γάστρα ή ένα σάτσι (μικρή γάστρα) κι ένα ξυθάλι.

Για την κατανάλωση του φαγητού είχε τα σκεύη όπως καυκιά και καυκιές, τσανάκια και τσανάκες, το σαγάνι και τα χουλιάρια.

Για τις ανάγκες του ύπνου είχε τα τσόλια του όπως: τραγότσιολα, βελέντζες, μπατανίες και προσκέφαλα.

Για το άναμμα της φωτιάς και των τσιγάρων του είχε τα πριοβολικά και την ίσκα ή τα τσακμάκια του και εσχάτως τα σπίρτα. Επίσης είχε τα είδη καπνιστού όπως καπνό, τσιγαρόχαρτα και μαχαίρι καπνού.

Για την αυτοάμυνά του είχε το γκρά και την κουμπούρα του με τα συναφή πυρομαχικά (μπαρούτι, σκάγια, τάπες και καψούλια). Εκτός απ΄ αυτά ως όπλο άμυνας μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ψωμομάχαιρο, το τσεκούρι του και τη γκλίτσα του.

Είχε το λύχνο του ή το λαδοφάναρο για τον εσωτερικό φωτισμό στο κατοικιό του και ένα κλεφτοφάναρο για εξωτερικό φωτισμό.

Είχε το βυζολόι για τα βυζανιάρικα αρνιά αλλά και τα παιδιά του, είχε τα κουροψάλιδα για τα ανοιξιάτικα κουρέματα, είχε κάποια ψίδια και γλωσσίδια για τα κουδούνια των ζωντανών της στάνης, είχε οπωσδήποτε τις γκλίτσες του και τις κάπες του και την αναγκαία σαρμανίτσα και τα κωλόπανα.

Για τη διατροφή του στο τσοπάνεμα είχε τον τρουβά του με το τυρολόι, το τυροπάνι, το κλειδοπίνακο και τη βαρέλα του ή το δερμάτινο ματαρά για πόσιμο νερό και το σουγιά του.

Είχε κλαδευτήρια, τσεκούρια και ένα χειροπρίονο για να τις διάφορες υλοτομήσεις του, είχε τα εργαλεία της ποιμενικής ξυλογλυπτικής, φλογέρα σπάνια κάποιος είχε γιατί ελάχιστοι ήξεραν να την παίζουν. Επίσης είχε τις ακονιές και τις λίμες του για το τρόχισμα των κοφτερών.

Για τη γαλακτοκομία είχε καρδάρες και βιδούρες για το άρμεγμα και γαλατολόγους για τη μεταφορά. Για τη μεταποίησή του σε τυρί είχε τον κούτλα του, ένα λεβέτι, ένα πεντοκάκαβο, μια στραγγιστήρα, τον πυτολόο και την τυροτσάντηλα. Για το κοπάνισμα είχε τον ταβλαμπά με το ταβλαμπόξυλο και τις τσαντήλες του.

Για την αποθήκευση των γαλακτοκομικών είχε τον τυροτάλαρο, τα τουλούμια και τον βουτυροτάλαρο. Επίσης είχε οπωσδήποτε το αλατολόι για αλάτισμα των γαλακτοκομικών, των φαγητών του αλλά και για τις αλαταριές των γιδοπροβάτων. Επίσης είχε και μια μεγάλη μποτίλια με τσίπουρο, γιατί στο γάλα και στο ξινόγαλο δεν πνίγονται τα φαρμάκια της ζωής!

Έξω από την καλύβα του είχε τον «κρεμανταλά», που κρεμούσε τα διάφορα σέα του και το «στάλιακα», που κρεμούσε μόνο τις τσαντίλες.

Σε μια σοβαρή στάνη υπήρχε ο λάκκος με τον περπατάρικο αργαλειό με όλα τα παρελκόμενά του και τα υλικά ώστε να μπορούν οι βλάχες και οι βλαχοπούλες να υφαίνουν τα τσόλια και τα σκουτιά που χρειάζονταν.  Περιττό βέβαια να τονίσουμε ότι οι βλάχες κι οι βλαχοπούλες εκτός από τις ρόκες τους είχαν και τα εργαλεία τους για πλέξιμο και κέντημα.