Αποφυγή αβεβαιότητας

Μια πολύ γενική περιγραφή της έννοιας «κουλτούρα» είναι το «mental software», το λογισμικό δηλαδή, με το οποίο είναι προγραμματισμένος ένας λαός, βάσει του οποίου σκέφτεται και πράττει. Στη βάση αυτής της παραδοχής στηρίχτηκε η έρευνα των Hofstede και Minkov (2010)*, σχετικά με τις διαπολιτισμικές διαφορές που παρουσιάζονται σε 76 χώρες παγκοσμίως και η οποία κατέληξε σε έξι κεντρικούς άξονες διαφοροποίησης των χωρών αυτών. Για λόγους οικονομίας, δεν θα αναφερθώ σε όλους, παρά μονάχα σε έναν, στον οποίο η Ελλάδα βρέθηκε στην κορυφή αγγίζοντας το εκατό τοις εκατό κι αυτός είναι η  «αποφυγή αβεβαιότητας».

Ως αποφυγή αβεβαιότητας ορίζεται «ο βαθμός κατά τον οποίο τα μέλη μιας κοινότητας αισθάνονται απειλή σε αμφίσημες ή άγνωστες καταστάσεις» (σελ. 191*) έναντι προβλέψιμων  συνθηκών. Αυτή η ανασφάλεια προς οτιδήποτε μη γνωστό εμφανίζεται σε πολλούς τομείς του προσωπικού και δημοσίου βίου – από το αν θα αλλάξουν μια καθημερινή συνήθεια που δεν λειτουργεί πλέον μέχρι  και το αν θα παραιτηθούν από τη δουλειά τους που πιθανά τους κάνει δυστυχισμένους.

Στις κοινωνίες με αυξημένη αβεβαιότητα, υπάρχει η ανασφάλεια πως τα πράγματα δεν θα πάνε καλά, αν δεν ακολουθηθεί η πεπατημένη. Γι’ αυτό και υπάρχει μεγαλύτερος διαχωρισμός μεταξύ ασφαλούς και  επικίνδυνου, καλού και κακού, δέοντος και μη. Αυτό συνεπάγεται και λιγότερη ευελιξία,  λιγότερες αλλαγές σε διάφορους τομείς, στη δουλειά, στις υπηρεσίες, στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και μια καθήλωση στο γνωστό, το οικείο, στους τύπους. Σε τύπους που στηρίζονται στην τάξη και τη σειρά, οι οποίες με τη σειρά τους γεννούν έλεγχο, συντηρητισμό, εθνικισμό και μπορεί να πάει πολύ μακριά…

Για να δούμε πώς αυτός ο φόβος και η απουσία αλλαγής πραγματώνονται σε πολιτικό επίπεδο, η έρευνα δίνει κάποια παραδείγματα.

«Στις χώρες με χαμηλή ανασφάλεια, υπάρχει το αίσθημα πως αν κάτι δεν δουλεύει, τότε πρέπει να αποσυρθεί ή να αλλάξει. Αντιθέτως, στις χώρες με υψηλό φόβο, οι νόμοι καλύπτουν την ανάγκη για ασφάλεια, ακόμη κι αν δεν ακολουθούνται. Όπως δηλαδή συμβαίνει με τις θρησκευτικές εντολές.» (σελ. 216*). Επιπλέον, σε αυτές τις χώρες «οι άνθρωποι νιώθουν πολύ εξαρτημένοι από τις κυβερνήσεις, λιγότερο σίγουροι ότι μπορούν να τις επηρεάσουν, δεν ενδιαφέρονται να πάρουν μέρος στα κοινά, γιατί θεωρούν πως δεν μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση, μιας και δεν υπάρχει συνεργασία κράτους – πολίτη, ενώ οι πολίτες ασχολούνται ελάχιστα με τον εθελοντισμό». Αντιθέτως, «στις λιγότερο ανασφαλείς χώρες, θεωρούν πως δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί κανόνες πέρα από τους απολύτως απαραίτητους, προτείνουν περισσότερες αλλαγές, νιώθουν πως ‘μετράνε’, είναι περισσότερο ευέλικτοι να το δουν αλλιώς».

Έχοντας αυτά κατά νου κι έχοντας ζήσει για κάποιον καιρό σε χώρες με χαμηλότερη αίσθηση ανασφάλειας, όπως το Βέλγιο και την Ολλανδία, μου δημιουργείται η ανάγκη να πω πως αρχικά αφουγκράστηκα αυτήν την ευελιξία σε κοινωνικό επίπεδο, και πως, μιας και ζούμε σε μια εποχή που μας θέλει συνεχώς προσαρμόσιμους, νιώθω ότι θα ήταν καλό να δούμε τι «εργοστασιακές ρυθμίσεις» κρύβουμε στο λογισμικό μας, και εφόσον χρειάζεται, να τις ανακατασκευάσουμε. Όταν κάτι δεν δουλεύει έτσι, πρέπει να το κάνουμε να δουλέψει αλλιώς. Το μέλλον θα συνεχίσει να είναι αβέβαιο ούτως ή άλλως.

Και όπως είχα διαβάσει κάπου, ‘‘η αποδοχή της ανασφάλειας γεννά τη μεγαλύτερη ασφάλεια’’.