Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Παρασυρμένος από την όλη θρησκευτική κατάνυξη των ημερών είπα να καταθέσω κάποια στοιχεία από την θρησκευτικότητα των ανθρώπων των προβιομηχανικών κοινωνιών, που εκμετρούσαν το βίο τους στην κοινότητά τους και στην ενορία τους.

Η ζωή του αγροίκου των βουνών εκπολιτιζόταν και προστατευόταν από τα διάφορα θρησκευτικά «δρώμενα και φανερώματα». Γι΄ αυτό το λόγο εν οίκω είχε το εικονοστάσι του και εν δήμω τις εκκλησιές τα ξωκλήσια και τα εικονίσματα. Από την περιφέρεια του οικισμού του χωριού μου, όπως και κάθε χωριού, ξεκινούσαν ακτινωτά οι δρόμοι για τα χωράφια, τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια και τα δάση. Στην αρχή κάθε στράτας υπήρχε κάποιο ξωκκλήσι ή εικόνισμα. Στο Κρίκελλο τούτους τους δρόμους βλογούσαν και σηματοδοτούσαν τέσσερα καλοφτιαγμένα ξωκλήσια κι άλλα τόσα γραφικά εικονίσματα.

Το δικό μου κόνισμα ήταν του Αγίου Φανουρίου και βρισκόταν στην αρχή της κεντρικής οδικής αρτηρίας του χωριού, που έφτανε μέχρι το Γαρδίκι και τα Πουγκάκια. Ήταν το κόνισμα, που ως νεολαίος γεωργοκτηνοτρόφος προσκυνούσα σχεδόν καθημερινά. Πριν εξήντα χρόνια ήταν ετοιμόρροπο και κάποια φορά το έσπρωξα λίγο και κατέρρευσε και τότε μέσα από τα ερείπια αποκαλύφτηκε μισός τρουβάς παλαιά νομίσματα, που για πολλά χρόνια οι διαβάτες έριχναν στη σχετική θυρίδα κι αυτά χάνονταν στις εσωτερικές ρωγμές του εικονίσματος.

Όλοι σταυροκοπιούνταν περνώντας από τα εικονίσματα. Μέχρι και ο αθυρόστομος περί αυτά μπάρμπα Μήτσος σταυροκοπιόταν ευλαβικά. Mια φορά, για κάποιο λόγο πήραν τις εικόνες απ΄ το εικόνισμα του Αη-Γιώργη κι όταν αυτός σταυροκοπήθηκε του λένε ειρωνικά: «Στις πέτρες έκανες το σταυρό σου, αφού δεν έχει εικόνες μέσα» κι αυτός λέει: «Κι αν δεν έχει εικόνες στον περδίκη μου εμένα».

Μεταπολεμικά, εκτός απ΄ αυτά τα, τύπου οβελίσκου, εικονίσματα έφτιαχναν σε στρατηγικά σημεία των δρόμων στεγασμένα εικονίσματα, που λειτουργούσαν και σαν καταφύγια σε κακές καιρικές συνθήκες. Η εποχή της φυσικής θρησκευτικότητας των ανθρώπων παρήλθε ανεπιστρεπτί και σήμερα κυριαρχεί η ιδιοτελής ή η δεισιδαιμονική θρησκευτικότητα. Για παράδειγμα εκατοντάδες κατότεχνες κατασκευές και κιτσαριά κοσμούν τις επικίνδυνες στροφές των δρόμων, όπου οι ατζαμήδες και απρόσεκτοι οδηγοί τιμούν τον προστάτη άγιο της βλακείας τους. Αυτούς τους σκουριασμένους γκαζοτενεκέδες κανένας θρησκόληπτος ή ιδιοτελής άρχοντας δεν ξηλώνει και οι πιστοί αρχόμενοι όχι μόνο δεν διαμαρτύρονται, αλλά πολλοί απ΄ αυτούς διερχόμενοι σταυροκοπιούνται ευλαβώς. Εκτός από τους καζοτενεκέδες των δρόμων, ο λαός προσκυνά και τα πολιτικά εικονίσματα. Στο μπλε εικόνισμα λατρεύουν -νυν- το υπαρκτό Μητσοτακαίκο, στο πράσινο σαλιαρίζουν με τον Ανδρέα, τον πρωτόκλητο ενός ανύπαρκτου σοσιαλισμού, στο μαύρο οπλομαχούν υπό τα όμματα του Χίτλερ και των ομογάλακτων εθνικών μας βρικολάκων, στο κόκκινο εξομολογούνται φανερά στο Μαρξ και στο Λένιν και μουλωχτά στον Ζαχαριάδη, βέβαια έχουμε το εσχάτως λάβρο ροζέ εικόνισμα, το οποίο δεν έχει ακόμα εικόνες, ο λαός όμως σταυροκοπιέται σ΄ αυτό λέγοντας: «Κι αν δεν έχει εικόνες στον περδίκη μου εμένα!».