Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαρας
Όλες οι γυναίκες ήξεραν την τέχνη της «μπαλωματούς». Αν η γυναίκα δεν μπορούσε να κολλήσει ένα μπάλωμα, σ΄ όλη την οικογένεια θα φαινόταν ο κώλος τους.
Μικρός μου άρεσαν τα καλομπαλωμένα παντελόνια των αντρών κυρίως στα γόνατα, αλλά και στα κωλομέρια και θαύμαζα τις άξιες γυναίκες τους, που τα εποίουν. Στους συνομίληκούς μου, μου άρεσαν τα καλομπαλωμένα παντελόνια αλλά με ραπτομηχανή.
Όταν πήραμε ραπτομηχανή ποδός, για προίκα των κοριτσιών, μόνο εγώ τη χρησιμοποιούσα να μπαλώνω τα παντελόνια και τ΄ άλλα μου ρούχα, ώστε να τα φορώ με περηφάνια. Μπαλώματα εύρισκα άφθονα από την συλλογή κουμπιών και μπαλωμάτων της μάνας μου. Είχα ενστερνιστεί πλήρως το δόγμα: «το καλό ρούχο είναι καθαρό και μπαλωμένο», μόνο που εγώ το ήθελα καλομπαλωμένο.
Η πενία τέχνας κατεργάζεται. Προσωπικά αποφοίτησα από το σχολείο της πενίας και σήμερα στην εποχή της κρίσης και της νεο-πενίας, οι τέχνες που έμαθα μία-μία ανασύρονται. Μια απ΄ αυτές είναι το μπάλωμα των ρούχων, από την οποία εξοικονομώ λίγα χρήματα αλλά -κυρίως- αντλώ βιώματα παλιά, που αναδύονται κεκαθαρμένα και φωτεινά από το πέρασμα των χρόνων.
Έτσι τις προάλλες πήγα στο παλαιότερο μαγαζί της πόλης και εξοπλίστηκα με όλα τα εργαλεία και τ΄ αναλώσιμα για την μπαλωματική.
Ο συμπαθέστατος παλιός έμπορας του μαγαζιού με εφοδίασε τα πάντα. Από βελόνι μέχρι κανόνι, που λέει ο λόγος. Πιάσαμε την κουβέντα και μιλήσαμε για όλες τις μακαρίτισσες, που ήταν πελάτισσές του. Όμως με πολύ νοσταλγία και παράπονο μίλησε για τους Έλληνες βιοτέχνες και βιομήχανους, που τροφοδοτούσαν το μαγαζί του με υλικά ραπτικής και πλεξίματος. Σήμερα από αυτές τις βιομηχανίες δεν υπάρχει καμία και ότι πουλάει το μαγαζί είναι εισαγόμενο. Κι ύστερα λέμε να ορθοποδήσουμε. Πώς;
Μετά ήρθε η κουβέντα για τους Έλληνες βιομήχανους του οικιακού εξοπλισμού. Ήθελες ψυγείο; IΖΟΛΑ ή ΠΙΤΣΟΣ, ηλεκτρική κουζίνα; EΣKIMO, θερμοσίφωνα; ΒΑΓΙΩΝΗΣ, σεντόνια; ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΑΤΡΑΪΚΗ, έπιπλα; ΣΑΡΙΔΗΣ, μακαρόνια; ΜΙΣΚΟ ή ΗΛΙΟΣ, μπισκότα; ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, σοκολάτα; ΠΑΥΛΙΔΟΥ κι άλλοι πολλοί ακόμα.
Σήμερα; Τίποτα απ΄ όλα αυτά.
Βλέπουμε πως πάνω από τον νηματέμπορο, δούλευε μια ολόκληρη ελληνική βιομηχανία, που αυτός αγόραζε το εμπόρευμά του και κάτω απ΄ αυτόν λειτουργούσε ένα τεράστιο εργοτάξιο από προκομμένες γυναίκες, που πουλούσε το εμπόρευμά του. Άλλες ύφαιναν κι έπλεκαν, άλλες έραβαν και μπάλωναν, άλλες έγνεθαν και έβαφαν, ανεβάζοντας κι αυτές το οικογενειακό τους ΑΕΠ αλλά και της χώρας.
Μια χώρα, που το 1950 βγήκε καθημαγμένη από έναν φρικτό εμφύλιο και κατόρθωσε σε 15 περίπου χρόνια να βρει το βηματισμό της στην πρόοδο και την προκοπή. Σ΄ αυτό συνέβαλλαν οι μετεμφυλιοπολεμικές δεξιές κυβερνήσεις; Δεν το νομίζω. Ο εθνικοφρονικός λαός; Με τίποτα. Ο αριστερόστροφος λαός; Αυτός παραθέριζε στα ξερονήσια και στις αυταπάτες του. Η εθνική αστική τάξη; Δεν υπήρχε –κι ούτε υπάρχει-τέτοια. Οι Αμερικάνοι που βάραγαν μέχρι καρπαζιές τους υπουργούς; (και καλά τους έκαναν!) Ίσως όλοι από λίγο, ίσως μερικοί, ίσως και κανένας. Όμως τα πράγματα ανέβηκαν ένα σκαλί παραπάνω, κι αυτό λίγο δεν είναι.