Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Παλούκι γενικά είναι ένα επίμηκες ξύλο σουβλερεμένο στη χοντρή του πλευρά. Είναι ο πάσσαλος των αρχαίων, όπως λέμε: «πάσσαλος πασσάλω εκρούεται» ή αρχαϊστί: «ήλω τον ήλον και παττάλω τον πάτταλον». Η λεξιλογική ιστορία του παλουκιού δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη: παλούκι < μσν παλούκιν < παλούκιον < λατ. paluceus.
Πολλά παλούκια είχε το σπίτι του Ευρυτάνα νοικοκύρη! Μικρά και μεγάλα.
α) Τα μικρά -γύρω στα 25 εκατ.- ήταν τα παλούκια για τ΄ αγκίστρια, που τα λέγαμε παλουκάρια και φτιάχνονταν από κρανίσιες βέργες. Άλλα μικρά παλούκια ήταν αυτά που μπήγαμε στα λιβάδια και δέναμε τα ζώα για ελεγχόμενη βόσκηση και άλλα ήσσονος σημασίας.
β) Τα κανονικά –κάτω από 2,00 μέτρα- ήταν τα παλούκια για φράχτες, αμπάρες και κλήματα. Αυτά έφεραν το όνομα της οικογένειας των παλουκιών. Το μεγαλύτερο ήταν κατάλληλο για ανασκολοπισμό (σκόλωψ=παλούκι) και το μικρότερο για έναν σοβαρό ξυλοδαρμό. Οι Τούρκοι μαίτρ των ανασκολοπισμών, ονομάτιζαν τούτο το εργαλείο της δουλειάς τους «kazik», ελληνιστί καζίκι εξ ου και η παροιμία: «έφαγα ένα γερό καζίκ΄». Ένα ειδικό παλούκι ανασκολοπισμού ήταν το ξύλινο σουβλί του «άκακου άρνα» και του «ήρωος Διάκου».
Ανάλογα -αλλά πλατανίσια και χλωρά- ήταν τα παλούκια των Σουρλοσυμμοριτών, όταν το 1945-46 επέδραμον στα χωριά για να δεξιοφρονήσουν τους αριστερόφρονες χωρικούς. Γενικά μια γερή «παλ΄κιά» ήταν -και είναι- ένα καλό μέσο αυτοάμυνας ή επίθεσης ή σωφρονισμού.
γ) Τα μεγάλα παλούκια –γύρω στα 3,00 μέτρα- ήταν οι φούρκες για τις κρεβατίνες. Έφεραν στην κορυφή διχάλα-φούρκα για να στηρίζονται τα οριζόντια ξύλα και παρεμπιπτόντως για… φούρκισμα δηλαδή εκτέλεση δι΄ απαγχονισμού. Το εν λόγω παλούκι στα τουρκ. λέγεται «direk» (ελλ. ντερέκι = ο πανύψηλος).
Ένα σοβαρό παλούκι ή φούρκα έπρεπε να είναι γέρικο και κέδρινο και να έχει όσο γίνεται περισσότερη κόκκινη καρδιά. Ένας ευωδέστατος κόκκινος κέδρος, αν βρισκόταν στον αέρα, ήταν αιώνιος κι αν ήταν μπηγμένος στο χώμα αιωνόβιος. Αν ο κέδρος, ως παλούκι, είναι αιωνόβιος η κρανιά, ως παλούκι ή στειλιάρι ή ματσούκι, είναι παντοδύναμη. Το μόνο παλούκι, το οποίο μπορούσε να είναι από οποιοδήποτε ξύλο ήταν αυτό της ελεγχόμενης βόσκησης των ζώων.
Καλά παλούκια γίνονται από κορμό καστανιάς. Επίσης και άλλα ξύλα, όπως τα κρανοέλατα, που είναι αργής ενηλικίωσης σε άγονο και προσήλιο τόπο, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ευκαιριακά σαν παλούκια.
Απαραίτητη προϋπόθεση μακροημέρευσης του παλουκιού είναι το ξεφλούδισμα. Το διαχρονικό και ανθεκτικότερο όλων των παλουκιών του Ευρυτάνα ήταν -και είναι- αυτό της φτώχειας του!
Παρά την μεγάλη αξία και χρήση των παλουκιών μικρή ήταν η παρουσία τους στον παροιμιακό λόγο. Οι πιο γνωστές είναι αυτές που λένε: «όποιος πηδά πολλά παλούκια κάποιο θα του μπει στον κώλο», «έχε ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια» και η έκφραση «του σχοινιού και του παλουκιού» για κάποιον που διάγει βίον εξώλη και προώλη. Επίσης η μεταφορική του σημασία ως ρήμα, στη μέση διάθεση «παλουκώνομαι» έχει τη σημασία ότι κάθομαι σταθερά σ΄ ένα σημείο και στην ενεργητική «παλουκώνω» παραπέμπει σε σεξουαλικές δραστηριότητες.
Τα παλούκια εκτός από το ρόλο της φύλαξης και της ασφάλειας των χωραφιών και των κήπων είχαν και αποστολή κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας. Πολλά τέτοια παλούκια έχουν ποτιστεί με το αίμα των εμπλεκόμενων αντιπάλων μερών, στο βωμό του ιερού δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
Γενικά, όπως λέει ο Ρουσώ, το χειρότερο παλούκι ήταν αυτό που, πριν περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια, έμπηξε κάποιος στο χώμα και είπε: «Αυτή η γης είναι δική μου». Αυτό το παλούκι είναι η γενεσιουργός δύναμη αλλά και η αιτία των δεινών του πολιτισμού μας. Ο πολιτισμός της εκμετάλλευσης ήρθε με το παλούκι και με το παλούκι -αν- θα γλυτώσουμε απ΄ αυτήν!