Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Όταν ο άνθρωπος άρχισε να φτιάχνει και να χρησιμοποιεί εργαλεία τότε ξεχώρισε από τα ζώα. Τα εργαλεία του -και ειδικά τα πρωτόγονα- ήθελαν τα στειλιάρια τους για να δουλέψουν. 

Τα στειλιάρια παρέμειναν ίδια στο πέρασμα των χιλιετηρίδων, μέχρι και το ελληνικό όνομά τους πολύ λίγο άλλαξε στο πέρασμα του ιστορικού χρόνου. Έτσι έχουμε: στειλιάρι<μεσν. ελλ. στειλιάριον υποκορ.  του ελληνιστ. κοιν. στειλειός<αρχ. ελλ. στειλεός.

Η χρησιμότητα τους δημιούργησε μια άλλη σοβαρή συλλεκτική δραστηριότητα, σ΄ όλη την πολιτισμένη εποχή του ανθρώπου, που ήταν η αλίευση, το κόψιμο και η επεξεργασία τους. 

Γενικά το στειλιάρι είναι κατ΄ αρχήν ένα γερό ξύλο ανθεκτικό σ΄ όλες σχεδόν τις μορφές καταπόνησης, όπως κάμψη, στρέψη, εφελκυσμός, θλίψη, κρούση κ.λπ. κι αν είναι ίσιο αγγίζει την τελειότητα. Τα βασικά στειλιάρια είναι: 

α) τα τσαποστείλια για τσαπιά και τους παλιούς κασμάδες. Είναι στρογγυλά με διάμετρο ένα χεροκράτι (περίπου 4 εκ.) και μήκους κοντά στο μέτρο. Τα σύνηθες ξύλο τους ήταν από ελατοκορφές, αλλά και από άγρια ξύλα, όπως δρυς και πουρνάρι.

β) τα τσεκουροστείλια για τσεκούρια, που η τομή τους είναι οβάλ και έχουν μήκος από μισό έως ένα μέτρο. Ήταν από άγρια ξύλα δηλ. δρυς, πουρνάρι και κρανιά.

Και τα δυο παραπάνω στειλιάρια είναι ελαφρώς κωνικά στο ένα άκρο τους, ώστε τούτο να σφηνώνει στο σπιτ (από το τουρκ. ispit) ήτοι στην ειδική προς τούτο οπή των εργαλείων. Με τη χρήση και το χρόνο, το σφηνωμένο άκρο στο εργαλείο χάνει την κωνικότητά του και ξεσφηνώνεται, οπότε κάποιες πρόκες ή ένα ειδικό σιδεράκι (λόθρα) ή ένας τσιγκάκος αποκαθιστά τη φθαρμένη κωνικότητα του άκρου του στειλιαριού.

Φρόντιζαν τα στειλιάρια να είναι ευθυτενή, μα και πέτσικα να ήταν δε πείραζε τόσο, αρκεί στην τοποθέτησή του η καμπυλότητα του στειλιαριού να ευθυγραμμιζόταν με το επίπεδο συμμετρίας του εργαλείου.

γ) ένα ιδιότυπο στειλιάρι ήταν αυτό της βαριάς. Ήτανε στρόγγυλο σαν τσαποστείλι, είχε μήκος σαν ένα κανονικό τσεκουροστείλι και σφηνωνόταν στο «ispit» με το δικό του τρόπο.  

Πολλά εργαλεία έφεραν ξύλινες λαβές μεγαλύτερες ή μικρότερες από τα κοινά στειλιάρια, που γενικά τα έλεγαν ξύλα:

α) μεγαλύτερα και κατά κανόνα ελάτινα, ήταν τα κοσιόξυλα, τα τσουγκρανόξυλα, τα φτυαρόξυλα κ.ά.

β) μικρότερα από τα κοινά στειλιάρια και συνήθως κρανίσια ήταν τα σκεπαρνόξυλα και τα ξύλα των σφυριών.

Τα προαναφερθέντα «ξύλα» ήταν κυλινδρικά και σφηνώνονταν στο «ispit» όπως τα τσαποστείλια. Τέλος υπήρχαν: 

γ) Τα πιο μικρά ξύλα, που ήταν σε μέγεθος παλάμης, όπως στο μυστρί και στο δρεπάνι και λέγονταν χερούλια και κατασκευάζονταν από ξύλα κρανιάς, ιτιάς κ.ά.

Η φιλολογική λαογραφία, που αναφέρεται στα στειλιάρια, είναι ενδιαφέρουσα.

«Στειλιαρά» λέγαμε προσβλητικά κάποιον άχαρο και άγαρμπο. «Στειλιάρια καρπενησιώτικα» μας έλεγαν –και μας λένε- υποτιμητικά οι άλλοι. Βέβαια υπάρχει και η θετική ερμηνεία της φράσης, που στηριζόταν στα πολύ καλά στειλιάρια που κατασκευάζονταν από τα ξύλα των λόγγων μας. Επίσης το στειλιάρι χρησιμοποιούνταν και σε πολλές φαλλικού και σεξιστικού τύπου εκφράσεις, αλλά λίγη σεμνότητα δε βλάπτει! Τα στειλιάρια είναι πολύ καλά για έναν γερό ξυλοδαρμό. Εκφράσεις που το πιστοποιούν είναι: «θα πέσ΄ στλειάρ΄» ή «θα σε στλειαρώσω». Τα καλύτερα γι΄ αυτή τη δουλειά είναι τα χλωρά πλατανίσια σουρλοστειλιάρια της περιόδου 1945-46.