Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Τα τσαπιά έχουν συνδέσει τ΄ όνομά τους με το σκάψιμο, που ήταν -και είναι- η επαχθέστερη και απεχθέστερη και η πιο επώδυνη και επονείδιστη εργασία και ο σκαφτιάς, ως επαγγελματίας, ήταν ο πιο υποτιμημένος για γαμπρός και ακατάλληλος για… προεστός. Είχε το ίδιο πρεστίζ με αυτό του τσοπάνη, μόνο που ο δεύτερος χόρταινε ραχάτι και ύπνο.

Η απέχθεια του επαγγέλματος συμπυκνωνόταν σ΄ αυτό που έλεγαν οι αριστοκράτες τεμπέληδες του χωριού: «δεν πιάνω στα χέρια μου τα εργαλεία που θα με θάψουν» ή όταν έβλεπαν κάποιον καχεκτικό και αρρωστιάρη του έλεγαν, έτσι για να του τονώσουν το ηθικό: «είσαι έτοιμος για τσαπί και για φτιάρ΄» ή «σε βλέπω να βγάζεις χειμώνα έξω». 

Η επάχθεια εκφραζόταν μ΄ αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι: «Βαρύ το σκαφείον (τσαπί)». Θεωρούσαν το «σκάπτειν» εργασία των δούλων και μόνο το… «ένδον σκάπτειν» εργασία των ελεύθερων πολιτών. Οι νεοέλληνες εξέφραζαν τούτο ποιητικώς λέγοντας: «το τσαπί και το δικέλλι / η καρδιά μου δεν το θέλει».

Σ΄ όλες τις εργασίες οι άνθρωποι θα έκαναν παράλληλα και κάτι ψυχαγωγικό. Θα τραγουδούσαν, θα έλεγαν χωρατά και κουτσοκέφαλα, θα έκαναν φάρσες ή απλά θα κουβέντιαζαν. Από αυτά τίποτα δεν έκαναν όταν έσκαβαν. Πάντως και μένα, που μου άρεσαν όλες οι εργασίες, το σκάψιμο μου προκαλούσε αλλεργία! Όμως παρά ταύτα εκμέτρησα ένα μέρος της ζωής μου ως σκαφτιάς. Από αυτή τη δουλειά έχω αποθησαυρίσει πολύ απέχθεια και λίγα ανέκδοτα.

Τελειόφοιτος του πάλαι ποτέ «Mικρού Πολυτεχνείου», σκάβαμε ένα χαντάκι μ΄ έναν μακαρίτη συγχωριανό μου. Αυτός κασμά και γω φτυάρι. Η εργασία επαχθής, κυρίως ως προς το λιοπύρι, και απεχθής ως προς την επιστασία. Σε κάποια στιγμή μου λέει ο ομοχάντακος: «Ισύ δεν έ΄εις πρόβλημα, θα γίνεις πτυούχος (πτυχιούχος) και θα γλιτώ΄εις».

Κάτι τέτοια με οδήγησαν να ερωτευτώ έναν μηχανικό εκσκαφέα, ο οποίος, σε κάποια φάση, έσκαβε για μένα και γω απλώς τον παρακολουθούσα και αργότερα ένα θηριώδες τρακτέρ που όργωνε τον κάμπο της Λαμίας.

Πάντως -για να λέμε και του στραβού το δίκιο- το εργαλείο, που μας εισήγαγε στον πολιτισμό ήταν το τσαπί. Μ΄ αυτό ο άνθρωπος από συλλέκτης τροφών έγινε ο ίδιος παραγωγός. Αυτό το… απεχθές εργαλείο μάς πρόσφερε πολύ περισσότερα από ότι οι μηχανικοί εκσκαφείς, οι υπολογιστές και τα τόσα άλλα τέλεια βιομηχανικά εργαλεία.

Γι΄ αυτό ας κάνουμε μια τιμητική αναφορά στα κυριότερα απ΄ αυτά. Οι κασμάδες και οι σκεπαρνιές ήταν για εκχερσώσεις και γενικές χωματουργικές εργασίες, το κλασσικό τσαπί για σκάψιμο, η τσαπούλα για σκάλισμα, το πλατοτσάπι για φύτεμα και το σκαλιστήρι για μικροχωματουργικά. Μαζί μ΄ αυτά ας μνημονεύσουμε και τ΄ αδέρφια τους, το λισγάρι, το πατόφτυαρο και το δικέλλι.

Σε όλα αυτά με τη δουλειά σωνόταν η κοπτική τους ακμή και τα πήγαιναν στον τοπικό σιδερά για βούλωμα (στόμωμα κατά τους Βυζαντινούς), δηλαδή πρόσθεταν στην ακμή τους ένα καινούργιο κομμάτι χάλυβα.

Τέλος μια λεξικογραφική παρουσίαση του τσαπιού είναι: τσάπα ή τσαπί<μεσν. ελλ. τσάπα ή τζαπίον <ιταλ. zappa < υστερολατ. sappa (ονομασίες ηχομιμητικές). Επίσης για την αξίνα, το άλλο όνομα του τσαπιού, έχομε: αξίνα < μεσν. ελλ. αξίνα < αρχ. ελλ. αξίνη.

λισγάρι, το πατόφτυαρο και το δικέλλι.