Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Ο βλαχοποιμήν δεν έβγαζε τα ζώα στη βοσκή δίχως το κοφτερό στο σελάχι του. Μ΄ αυτό κάτι χρήσιμο θα έκανε και στην ανάγκη θα το κάρφωνε και σε κανένα κωλομέρι, αν απειλούνταν σοβαρά αυτός ή το μπουλούκι του! H οικογένεια των οικιακών κοφτερών συγκροτούταν από τρία γένη: των χατζαριών, των μαχαιριών και των σουγιάδων.

 Το χατζάρι ήταν το μεγαλύτερο από όλα τα κοφτερά και δεν ήταν τυχαίο εργαλείο. Έλκυε πάνω του ηρωικές μνήμες του πολεμικού αδελφού του γιαταγανιού. Μορφολογικά δεν διέφερε, είχε κι αυτό κυρτή και κοίλη κόψη και την ίδια καμπούρα στη ράχη του, μόνο που ήταν πιο κοντό και πιο πλατύ στην λάμα του. Το χατζάρι ως πολεμικό εργαλείο ήταν αγχέμαχο όπλο των μωαμεθανών, των γενιτσάρων και των πειρατών, από κει έλκει και το όνομά του: χαντζάρι < τουρκ. hancer. Στα πανηγύρια του χωριού μου ο θρυλικός Μητρούκας στο τραγούδι: «Πως το τρίβουν το πιπέρι» μετά από το στίχο: «με τον κώλο τους το τρίβουν» έδινε το εγερτήριο πολεμικό σάλπισμα:

«Με σπαθιά και με χατζάρια

σηκωθείτε παλληκάρια

κρικελλιώτικα λιοντάρια…»  

Ήταν έργο του τοπικού ή όχι σιδερά που δούλευε σε κάθε κεφαλοχώρι. Τελευταίο απομεινάρι αυτής της χειροτεχνικής παραγωγής είναι -ίσως- τα παζαριώτικα χατζάρια και μαχαίρια από τη Σουβάλα, νυν Πολύδροσο Φωκίδας. Μύστης και ποιητής των χαντζαριών ήταν ο σιδεράς της κοινότητας ή της περιοχής. Πάντα διάλεγε το καλύτερο κέρατο για λαβή και το καλύτερο ατσάλι για τσιλίκωμα, γιατί το χατζάρι δεν ήταν αναλώσιμο είδος αλλά ένα είδος σε μόνιμη ετοιμότητα για τα ειρηνικά έργα του νοικοκύρη ή στην ανάγκη να οπλίσει το χέρι του πολεμιστή αυτοαμυνίτη.

Στο γένος των χατζαριών υπήρχαν τρία «είδη»: H χαντζάρα,(1) το χαντζάρι (2) και ο μπαλτάς (3). Η χαντζάρα ήταν μαχαίρι «γίγας» γενικής χρήσης. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για ξεκλάρισμα των δέντρων καθώς επίσης –στην ανάγκη– σαν αμυντικό ή επιθετικό όπλο. Αν δεν υπήρχε στο σπίτι το αντικαθιστούσε το τσεκούρι. Επίσης ήταν και το κοφτερό για το γουρούνι των Χριστουγέννων, το οποίο δεν το έσφαζαν με χειρουργικά καρφώματα στην καρδιά ή με βόλι στο κεφάλι. Το ακινητοποιούσαν το λιγότερο δυο χεροδύναμοι άντρες και ένας τρίτος με τη χαντζάρα έκοβε με το πάσο του το κεφάλι του χοίρου. Από τα ουρλιαχτά των σφαζόμενων γουρουνιών η ημέρα των Χριστουγέννων στα χωριά θύμιζε μάλλον νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου παρά μέρα κορυφαίας γιορτής. Στη συνέχεια με αυτή «βάκιζαν» το κρέας στο κρεατοκόπι για να γεμίσουν τα λουκάνικα ή να κάνουν τον κιμά τους. Το χατζάρι ήταν μια μικρή χαντζάρα το οποίο συνήθως δεν συνυπήρχε στο σπίτι με το μεγάλο χαντζάρι. Θα υπήρχε ή το ένα ή το άλλο.

Το τρίτο είδος του γένους των χαντζαριών ήταν ο μπαλτάς. (τουρκ balta). Είναι ένα χαντζάρι ειδικό για τον τεμαχισμό κρέατος και έχει ευθεία κόψη. Ήταν και είναι επαγγελματικό εργαλείο των χασάπηδων. Ήταν λίγο πολυτέλεια να υπήρχε στο σπίτι μπαλτάς, αφού ένα χαντζάρι, σε σχήμα μεγάλου μαχαιριού, έκανε πολύ καλά τη δουλειά του μπαλτά.