Τα ΑΔΡΑΧΤΙΑ (αρχ. άτρακτοι) ήταν τα παρελκόμενα της ρόκας.

«Ανεβαίνει κατεβαίνει και χωρίς να τρώει παχαίνει». Ρώταγαν οι γιαγιάδες τα… δικά της παρελκόμενα, τα εγγόνια της. Τι είναι;

Ήταν δύο είδη:

α) το αδράχτι για στημόνι. Είχε στην άκρη μια εγκοπή για να θηλιάζει η κλωστή. Σβούρα θύμιζε το αδράχτι με το σφοντύλι σε ώρα δουλειάς. Όταν γέμιζε με νήμα, υπό μορφήν κουβαριού, η γνέστρια το έβγαζε και έλεγε έγνεσα ένα «αδράχτι»

«Πέντε μήνες έξι αδράχτια, πότε τάγνεσε η πλατούλα μ΄!»

έλεγε το σχετικό σατιρικό τραγούδι.

β)το αδράχτι για υφάδι. Το γνέσιμο του υφαδιού ήταν το ευκολότερο απ΄ όλα. Το αδράχτι ήταν μακρύτερο από το προηγούμενο και δεν χρειαζόταν στην άκρη εγκοπή. Όταν γέμιζε νήμα, η γνέστρια το έβγαζε και έλεγε έγνεσα μια «δρούγα».

Τα ΣΦΟΝΤΥΛΙΑ (από το αρχ. ελληνικό σφόνδυλος) ήταν παρελκόμενα του αδραχτιού. Δουλειά τους ήταν να βοηθάνε την περιστροφική κίνηση του αδραχτιού (όπως ο σφόνδυλος των μηχανών). Όταν το κουβάρι στο αδράχτι μεγάλωνε, έπαιζε αυτό το ρόλο του σφοντυλιού. «Μού ΄ρθε ο ουρανός σφοντύλι» έλεγε κάποιος όταν παραζαλιζόταν. Κατασκευάζονταν από κάποιο ξύλο ξυλογλυππτικής και οι κοπέλες του είχαν αδυναμία, σπάνια υπήρχε καμία που, αντί για σφοντύλι, να… σούβλιζε ένα κρεμμύδι ή μια πατάτα.

Ήτανε δύο είδη σφοντυλίων.

α) το ψιλοκεντημένο με το οποίο τα τσοπανόπουλα, εξέφραζαν στην βοσκοπούλα τα ορθρίζοντα ερωτικά τους σκιρτήματα και  

β) το απλό δηλαδή ένα σκέτος κόλουρος κώνος που κάλυπτε χρηστικές ανάγκες.