Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαρας


Η μυθολογία των βρακιών ξεκινά με την εκδίωξή μας από τον Κήπο της Εδέμ και η ιστορία τους πριν από το 7.000, όπως μας πληροφορεί κάποια βραχογραφία εκείνης της εποχής. Αργότερα έχουμε αδιάσειστα στοιχεία ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κυκλοφορούσαν βρακωμένοι, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες δεν πολυνοιάζονταν γι΄ αυτό. Η ιστορία συνεχίστηκε και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν ασχημοσύνες που θέλουμε να κρύψωμεν!
Η παλιά λαϊκή ονομασία του βρακιού ήταν η αγαπησιάρικη λέξη «συντρόφι», που είναι πάντα πιστό στην αποστολή του, να αποκρύπτει τις ασχημοσύνες μας και να περιφρουρεί τις όποιες… ευαίσθητες περιοχές μας και βέβαια να αξιώνει την καταταλαιπωρημένη λέξη «σύντροφος».
Η τεράστια σημασία του βρακιού καταφαίνεται από τις πολλές και γαργαλιστικές παροιμίες που το έχουν σαν κυρίως θέμα τους. «Kώλος και βρακί» είναι η πιο συνηθισμένη. Ακολουθεί η άλλη «δεν έχει βρακί στον κώλο του». Η άλλη «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους» ή «Άβρακος βρακί δεν είχε, είδε το βρακί και χέστηκε».
Καλή και χρυσή ήταν παραδοσιακή υφαντουργία και το πλέξιμο, όμως με τα μάλλινα ποιήματά τους, από εγχώριο πρόβειο μαλλί, δεινοπαθούσε η σάρκα όταν αυτή ήταν υποχρεωμένη να δεχτεί την μάλλινη κορμοφάνελα και το συντρόφι.
Οι περισσότεροι από μας εκμετρήσαμε τα πρώτα δεκαπέντε καλοκαίρια της αβροδίαιτης ζωής μας, φορώντας κατάσαρκα τη μάλλινη πλεχτή κορμοφάνελλα, από βροντοτριχιασμένο πρόβειο μαλλί. Όμως αυτή μας προστάτευε από πλευρίτιδες και πνευμονίες λόγω των καλοκαιρινών ιδρωμάτων και του κρύου αέρα των βουνών. Σήμερα ούτε επαγγελματίας φακίρης δεν θα μπορούσε να τη φορέσει.
Τα ευαίσθητα όμως αχαμνά μας δεν ταλαιπωρήθηκαν από πλεχτά μάλλινα. Αυτή την ταλαιπωρία, από συγκάματα κ.λπ. ήθελαν να αποφύγουν οι αεικίνητοι Κατσαντωναίοι και δε φόραγαν σώβρακα.
Και ο Καραϊσκάκης δε φόραγε σώβρακο και μια φορά, σε μια μάχη στο Κομπότι το 1821, έδειξε το κώλο του στους Τούρκους, για να τους γελοιοποιήσει και έφαγε ένα βόλι και τραυματίστηκε, ευτυχώς ελαφρά, ο θρυλικός του «πούτζος».
Το ίδιο και οι καλόγεροι όχι όμως για τα συγκάματα, αλλά για οικονομία, ελευθερία και καλόν αερισμό!
Άλλος όμως ήταν ο λόγος που ο Θανάσης δε φόραγε σώβρακο.
Ήταν στον εμφύλιο που οι αντάρτες του Δ.Σ. για να ντύσουνε τους μαχητές τους, μαζεύανε ρούχα από τους χωριάτες, Βλέπουνε λοιπόν το Θανάση με ένα καινούργιο στρατιωτικό παντελόνι και του λένε: «βγάλτο, κατάσχεται!» και τους λέει: «Ρε παιδιά δε φοράω σώβρακο, να πάω σπίτι ν΄ αλλάξω και θα σας το φέρω». Όπερ και εγένετο.
Όμως άνευρο και άψυχο το παρόν κείμενο, αν δεν γίνει μνεία για τα γυναικεία βρακιά. Τεκτονικές αναταράξεις επιφέρει η κλειδαροτρυπική θέα ενός γυναικείου βρακιού.
Οι γυναίκες στον τόπο μας, συνήθως δε φοράγανε βρακί και κατούραγαν όρθιες. Τεκμήριο ατράνταχτο ότι η… ισότητας των δύο φύλων είχε κατακτηθεί πριν από το όποιο φεμινιστικό κίνημα. Απόδειξη της αβρακοσύνης της γυναίκας και της… αγραμματοσύνης του υπενωμοτάρχη της Ματαράγκας Νικ. Παπακωνσταντίνου είναι η διαταγή που εξέδωσε στις 8 Δεκεμβρίου 1907 και η οποία μεταξύ των άλλων διέτασσε:
«….Ίδα πολλές γυνέκες να πιάνουν τη σιγκούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν πρό το έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός».
Αυτές ήταν οι καραγκούνες του κάμπου, την ίδια εποχή οι αντίστοιχες ορεσίβιες ήταν οι «καψομούνες» των καρδιτσιώτικων Αγράφων, που τσιτσέλωναν στο μπουχαρί και οι σπίθες τσιτσίριζαν στο μάλλινο καμβά τους!
Αξίζει όμως να τονιστεί, όπως αναφέρεται στη κλασσική μαιευτική του Λούρου, ότι από τότε που οι γυναίκες βρακώθηκαν και πλύθηκαν (και τελευταία αποτριχώθηκαν) στο επίκεντρο της βρακωμένης περιοχής, πλήθυναν τα γυναικολογικά προβλήματα.
Την πρώτη μεταπολεμική περίοδο οι Έλληνες βρακώθηκαν ποιοτικά και ποσοτικά σαν άνθρωποι. Σήμερα όμως, τουλάχιστον οι γυναίκες, πισωγυρίζουν. Με τα διάφορα στριγκάκια ήδη η πλήρης… αποκάλυψη των πισινών τους είναι γεγονός.