Ψάχνοντας φρούτα, λαχανικά και καρπούς από μικρούς παραγωγούς τα τελευταία χρόνια έχω ανακαλύψει πολλές πραγματικότητες στην αγορά.

Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι μικροί παραγωγοί που σέβονται την καλλιέργειά τους και τον καταναλωτή. Υπάρχουν άλλοι που ξεκίνησαν με ενθουσιασμό αλλά χωρίς ιδιαίτερη μελέτη της αγοράς και απογοητεύτηκαν σύντομα και τα παράτησαν. Και υπάρχουν κάποιοι που είναι μαχητές, με ορμή και θέληση παλεύουν με τη γη και όλες τις αντιξοότητες που συναντούν (που είναι πολλές) και δεν το βάζουν κάτω, βρίσκουν τρόπους να πωλούν τους καρπούς τους και όχι μόνο να επιβιώνουν αλλά και να θριαμβεύουν.

Αυτό που έχω εισπράξει σε όλη αυτή την έρευνα αγοράς είναι ότι η Ελλάδα έχει ή μπορεί να έχει σχεδόν τα πάντα. Αυτό που λείπει είναι η κρατική ουσιαστική στήριξη αλλά κι ένας έξυπνος σχεδιασμός ώστε να μην πετιέται τίποτα. Η έλλειψη τεχνογνωσία και πόρων εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο εμπόδιο, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα στη χώρα μας είναι η έλλειψη προσανατολισμού και αγροτικής εκπαίδευσης.

Αναφερόμενος στην αυτάρκεια της χώρας μας στη φυτική παραγωγή, ο Δημήτρης Κουρέτας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, σε ανάρτησή του δίνει ιδιαίτερα χρήσιμα στοιχεία:

«Το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 99,8% περίπου, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το χαμηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171%).

Στο ελαιόλαδο και τις ελιές η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, καθώς η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δύο αυτά προϊόντα.

Στο κρασί το ποσοστό αυτάρκειας ανέρχεται στο 108,12%.

Στα εσπεριδοειδή τη μεγαλύτερη αυτάρκεια κατέχουν τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, ενώ στα λεμόνια η αυτάρκεια περιορίζεται στο 63%, στα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%), ενώ πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%.

Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 73,48%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως

το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (30%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%).

Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών – τυροκομικών προϊόντων η φέτα με ποσοστό αυτάρκειας 147% περίπου υπερβαίνει το μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%.

Στο μέλι και στα αυγά καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92% και 91% αντίστοιχα.

Σιτηρά. Όσον αφορά το σκληρό σίτο, όπως βλέπουμε από την ποσοστιαία κατανομή της παραγωγής ανά περιφέρεια:

το 31,29% της παραγωγής προέρχεται από τη Θεσσαλία,

το 29,61% από την Κεντρική Μακεδονία, το 16,18%

από τη Στερεά Ελλάδα -Εύβοια,

το 12,60% από την Αν. Μακεδονία – Θράκη.

Η παραγωγή μαλακού σίτου κατανέμεται ως εξής:

Δ. Μακεδονία 30,73%,

Κ. Μακεδονία 26,78%,

Αν. Μακεδονία – Θράκη 26,45%,

Θεσσαλία 12,05%.

Η παραγωγή καλαμποκιού κατανέμεται ως εξής:

Η Αν. Μακεδονία – Θράκη παράγει το 27,77% του συνόλου,

η Κ. Μακεδονία το 26,21%,

η Δ. Ελλάδα το 14,08%,

η Θεσσαλία το 13,50%,

η Δ. Μακεδονία το 8,11%.

Όσον αφορά το ρύζι η Κ. Μακεδονία παράγει το 86,94% της συνολικής παραγωγής.

Η παραγωγή κριθαριού κατανέμεται:

Το 22,81% προέρχεται από τη Θεσσαλία, το 22,32% από τη Δ. Μακεδονία, το 19,07% από την Κ. Μακεδονία, το 10,8% από την Αν. Μακεδονία – Θράκη και το 9,04% από τη Στερεά Ελλάδα. Η παραγωγή βρώμης προέρχεται κατά 49% από τη Δ. Ελλάδα και το 64,47% της συνολικής παραγωγής σίκαλης από τη Δ. Μακεδονία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει ότι Περιφέρειες με τη μεγαλύτερη βαρύτητα όσον αφορά τη διατροφική κάλυψη του πληθυσμού με σιτηρά είναι η Κ. Μακεδονία, ενώ ακολουθούν Θεσσαλία, η Αν. Μακεδονία – Θράκη και η Δ. Μακεδονία.

Όσπρια. Όσον αφορά τα φασόλια το 30,85% της παραγωγής προέρχεται από τη Δ. Μακεδονία, το 16,34% από τη Δ. Ελλάδα, το 15,26% από την Αν. Μακεδονία – Θράκη, το 13,36% από τη Στερεά Ελλάδα – Εύβοια. Στην παραγωγή φακής πρώτη έρχεται η Θεσσαλία με το 51,92% του συνόλου και ακολουθούν η Αν. Μακεδονία – Θράκη με 22,23% και η Δ. Μακεδονία με 12,20%».

Όπως βλέπουμε είμαστε σε πάρα πολύ καλό επίπεδο κι ας μας λένε το αντίθετο. Απλώς θα πρέπει να περάσει στη νοοτροπία του Νεοέλληνα ότι είναι τιμή να είσαι αγρότης κι όχι ντροπή, όπως επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Στη Γαλλία, την Ιταλία και τόσες άλλες χώρες είναι προνόμιο να είσαι παραγωγός και αγρότης, γιατί έχεις σπουδάσει το αντικείμενό σου, κατέχεις την τεχνογνωσία και γνωρίζεις καλά ότι αποτελείς το βασικό κορμό της ζωής της χώρας σου…

Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα

Εκδότρια