Χρονογραφήματα

1803

Ορεινές και καμπίσιοι

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Καλή και χρυσή η παραδοσιακή υφαντουργία, όμως με τα μάλλινα ποιήματά της δεινοπαθούσε η σάρκα όταν αυτή ήταν υποχρεωμένη να δεχτεί την μάλλινη κορμοφάνελα και το συντρόφι, όπως έλεγαν χαϊδευτικά το σώβρακο.

Οι περισσότεροι από μας τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της αβροδίαιτης ζωής μας τα διήλθαμε φορώντας κατάσαρκα τη μάλλινη πλεχτή κορμοφάνελλα, με βροντοτριχιασμένο πρόβειο μαλλί. Αυτή το καλοκαίρι μας προστάτευε από πλευρίτιδες και πνευμονίες, από τα καλοκαιρινά ιδρώματα και το κρύο αγέρι των βουνών και το χειμώνα από τ΄ ανεμοσούρια  ο κρύο. Σήμερα ούτε επαγγελματίας φακίρης δεν θα μπορούσε να τη φορέσει μια τέτοια κορμοφάνελλα.

Τα ευαίσθητα όμως αχαμνά μας δεν ταλαιπωρήθηκαν από πλεχτά ή υφαντά μάλλινα βρακιά. Αυτή την ταλαιπωρία, από συγκάματα κ.λπ. ήθελαν να αποφύγουν οι αεικίνητοι Κατσαντωναίοι και δε φόραγαν σώβρακα.

Όμως άνευρο και άψυχο το παρόν κείμενο αν δεν γίνει μνεία για τα γυναικεία βρακιά. Πάντα η κλειδαροτρυπική θέα του γυναικείου βρακιού προκαλούσε αισθησιακές αναταράξεις κι ας ήταν και πλεχτό.

Οι γυναίκες στον τόπο μας, συνήθως δε φόραγαν βρακί και κατούραγαν όρθιες. Τούτο κατέρριπτε και το τελευταίο φαλλοκρατικό επιχείρημα για το φύλο του παιδιού, που έλεγε: “δεν με ενδιαφέρει το φύλο, γερό νάναι και να κατουράει όρθιο”. Οι αβράκωτες γυναίκες στέκονταν όρθιες, σε στάση διάστασης των ποδών, τραβούσαν με το χέρι λίγο μπροστά το φουστάνι και κατουρούσαν, όπως οι γελάδες και το κάτουρο έρεε σαν από λούκι εν ώρα καταιγίδας.

Εν Ματαράγκα τη 8η Δεκεμβρίου 1907 ο διοικητής του χωρίου Υπονοματάρχης Νικόλαος Παπακωνσταντίνου εξέδωσε μια διαταγή, η οποία μεταξύ των άλλων διέτασσε: “…. Ίδα πολλές γυνέκες να πιάνουν τη σιγκούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν πρό το έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός”.

Αυτές ήταν οι καραγκούνες του κάμπου, την ίδια εποχή οι αντίστοιχες ορεσίβιες ήταν οι “καψομούνες” των καρδιτσιώτικων Αγράφων. Κι αυτές αβράκωτες ήταν και το χειμώνα, τέτοια εποχή, λόγω του κρύου, πλησίαζαν τσιτσελωτά επικίνδυνα το τζάκι με αποτέλεσμα να καψαλίζουν το τρίχωμα του εφηβαίου, εξ ου και καψομούνες. Πάντως προσωπικά δεν είχα την τύχη να… οσμιστώ τέτοια καψαλίσματα όμως, σε ανάλογες καταστάσεις, είδα να “γεννιούνται πουλάδες κόκκινες στους απαλούς μηρούς των κοριτσιών” που λέει κι ο ποιητής.

Όπως μας πληροφορεί το δημοτικό τραγούδι υπήρχαν -ως επίθετο- και άντρες καψομούνηδες. “Ποιος εχ΄ αράδα σήμερα να βγει στο καραούλι;/Χουλιάρας είναι σήμερα κι ο Νίκος Καψομούνης”.

Οι καμπίσιοι άντρες, λόγω του μικρού τους ύψους και της μεγάλης λασπουργιάς των κάμοων, έφεραν τον τιμητικό χαρακτηρισμό “λασποπούτσηδες”. Μια ορεινή “καψομούνα” δύσκολα παντρευόταν ένα “λασποπούτση”.

“Μάνα, με κακοπάντρεψες και μ’ έδωσες στους κάμπους.

Ν’ εγώ το κάμα δε βαστώ, νερό ζεστό δεν πίνω.

Ν’ εδώ τρυγόνα δε λαλεί κι ο κούκος δεν το λέγει”.

λέει το σχετικό δημοτικό τραγούδι.

Εν τέλει από τις αβράκωτες καψομούνες στις αποτριχωμένες στριγκοφορούσες ένα τσιγάρο δρόμος. Η αποσιωποιημένη ιστορία του νέου Ελληνισμού.