27 Φλεβάρη 1943, ημέρα εθνικού πένθους

395
boubouris sinaksari1

Μέσα στην καταχνιά και την κόλαση της Γερμανικής κατοχής, ο ελληνικός λαός στις 28 Φλεβάρη 1943 σήκωσε το ανάστημά του, προσκυνώντας το φέρετρο του δεύτερου εθνικού μας ποιητή μετά τον Διονύσιο Σολωμό, Κωστή Παλαμά, σε μια κηδεία πάνδημη. Την προηγούμενη μέρα έφυγε απ’ τη ζωή μετά από μια σύντομη ασθένεια ο μεγάλος ποιητής, απ’ τους μεγαλύτερους της ελληνικής ποιητικής ανθολογίας, που αγκάλιασε και ύμνησε τον άνθρωπο, την κοινωνία, τη φύση, τον έρωτα, τον θάνατο με την μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα και τους αγώνες του λαού μας.

Γεννήθηκε το 1859 στο Μεσολόγγι, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Τις γυμνασιακές του σπουδές τελείωσε στην Πάτρα. Το 1876 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας, που ποτέ δεν τελείωσε, αφού τον τράβηξε η δημοσιογραφία και η ποίηση. Στις εφημερίδες ‘’Εμπρός’’, ‘’Ακρόπολη’’, ’’Εφημερίς’’ του Δημητρίου Κορομηλά δημοσιεύτηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα φιλολογικά του κείμενα. Από το 1886 τυπώνει υπέροχα ποιήματα και το 1901 το περίφημο διήγημα ‘’Ο θάνατος του παλικαριού’’. Είναι ένα διήγημα αφιερωμένο σε μια αγράμματη γυναίκα τη Χαραυγή. Ο ίδιος ο συγγραφέας-ποιητής θα πει γι’ αυτή την αφήγηση: «Την άκουσα από το ίδιο της το στόμα και την παρομοιάζω με ολόκληρο το λαό να ψιθυρίζει αυτά τα λόγια…’’

Το 1887 παντρεύτηκε την Μαρία Βάλβη, γόνο κλεφταρματολικής οικογένειας του Μεσολογγιού, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Τον Αλέξανδρο, τη Ναυσικά και τον Άλκη. Το 1898 που πέθανε ο Άλκης έγραψε τα φοβερά λυρικά ποιήματα ‘’Παράδεισος’’ και ‘’Τάφος’’, που αναφέρονταν στον θάνατο του  γιού του. Το 1896 έγραψε τον Ολυμπιακό ύμνο, με αφορμή την διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων στην Ελλάδα, που τον μελοποίησε ο Σπύρος Σαμαράς.

Ανακηρύχτηκε ως ο μακροβιότερος Γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1897-1928. Το 1914 τιμήθηκε με το ‘’Εθνικό Αριστείο για το τεράστιο ποιητικό του έργο και το 1930 έγινε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Αν και δεν αναμείχτηκε με την πολιτική, ήταν Βενιζελικός και εκπρόσωπος των δημοτικιστών.

Στις 27 Φλεβάρη 1943 ανακοινώθηκε ο θάνατός του και την επόμενη έγινε η κηδεία του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Ο πνευματικός κόσμος της εποχής και σύσσωμος λαός των Αθηνών έδωσαν βροντερό ‘’παρών’’. Οι επίσημες αρχές προσπάθησαν να περιορίσουν  το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, αλλά το ποτάμι των χιλιάδων λαού δεν συγκρατήθηκε. Κατέληξε σε ένα τεράστιο αντικατοχικό συλλαλητήριο. ‘’Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει όλη η Ελλάδα’’, είπε ο ΕΑΜίτης ποιητής Άγγελος Σικελιανός, δίνοντας το πνεύμα της ομόθυμης παρουσίας του ελληνικού λαού στην κηδεία.

’Ηχήστε σάλπιγγες καμπάνες βροντερές…’’

Με το εγερτήριο αυτό σάλπισμά του έδωσε την αφορμή να δονήσει τον αττικό ουρανό της γερμανοκρατούμενης Αθήνας κι Ελλάδας ο εθνικός μας ύμνος, που ήταν τότε απαγορευμένος. Ήταν απ’ τις συνταρακτικότερες στιγμές του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού.

Για βαθιές ανάσες και λίγη ανάταση στην σύγχρονη ηθική, κοινωνική και οικονομική κατάπτωση που ζούμε!