Πάντα ψώνιζα στο παζάρι τ΄ Αηλιώς στο Καρπενήσι. Ο απόηχος της παλαιάς λαμπρότητας -και της
ιερότητας- αυτού ήταν ο καλύτερος οδηγός να με εξαπατούν οι αετονύχηδες έμποροι του. Έτσι τα
τελευταία χρόνια τιμητικά αγοράζω μια αρμάθα σκόρδα, από τους γύφτους, που καραδοκούν στην
είσοδο του παζαριού.
Τούτο είναι μια απότιση φόρου τιμής στις αρμάθες από κρεμμύδια και σκόρδα, που μαζί με τις
πριγκηπικές αρμάθες του καλαμποκιού, ελάμπρυναν το κελάρι μας, να μην αναφερθώ στις
ιερότερες και σεμνότερες αρμαθόμορφες κοτσίδες, που ελάμπρυναν τους λαιμούς και τους ώμους
των ποιμενίδων, που στους δεσμούς τους γορδίως προσδέθηκαν οι ορθρίζοντες έρωτές μας.
Κάθε φθινόπωρο πριν «αποδομηθούν» οι κλαμούρες παρακολουθούσα με δέος τα επιδέξια
χέρια της μάνας μου να πλέκουν αυτές τις αρμάθες. Γύρω στα πενήντα κρεμμύδια ή σκόρδα σε
συσκευασία κοτσίδας, κρέμονταν αποθηκευμένα με ασφάλεια από τα πάτερα του κατωγιού μας.
Σήμερα αυτή η δουλειά γίνεται από τα χέρια των γύφτων, ενώ οι συστηματικοί έμποροι του είδους
τα βάζουν σε δικτυωτά τσουβάλια στο χωράφι και μετά πάνε στο ράφι.
Οι αρμάθες ως παραδοσιακός τρόπος συσκευασίας και αποθήκευσης των σκορδοκρέμμυδων
είναι ασφαλής και τα προϊόντα αερίζονται και βγάζουν όλο το χειμώνα, μέχρι την επόμενη
συγκομιδή. Είναι και τούτο ένα φανέρωμα και μια
απόδειξη της αυτάρκειας και αυτοκατανάλωσης του
προβιομηχανικού ανθρώπου. Μέσα στα τσουβάλια
γρήγορα θα φύτρωναν και θα σάπιζαν.
Οι πιο σημαντικές αρμάθες ήταν αυτές με τις
χρυσοκίτρινες ρόκες του καλαμποκιού που
ξηραίνονταν κρεμασμένες στα πάτερα του μαγεριού,
ώστε το χειμώνα εν ευθέτω χρόνω να στουμπιστούν
και να πάνε στο μύλο για να γίνουν το πολύτιμο
καλαμποκάλευρο για τις μπομπότες μας, τις
ζυμαρόπιτες και τα… κουρκούτια μας.
Μια άλλη ήσσονος σημασίας αρμάθα ήταν αυτή που φιλοξενούσε τις μικρές κόκκινες πιπεριές,
που νοστίμευαν τις γκουρμέ φασουλάδες μας. Γενικά οι αρμάθες είναι προϊόντα μόχθου και
φροντίδας, από το φύτεμα μέχρι την κατανάλωση και ενσωματώνουν την ιερότητα -και τη
νοστιμιά- της αγάπης.
Συνειρμικά ήθελα να πω για μιαν άλλην αρμαθιά αγάπης και βουλιμίας.
Ο ράφτης έραβε στο σπίτι δίπλα στο τζάκι. Στη φωτιά έβραζε το κακάβι με το εκλεκτότερο
φαγητό της εποχής το «κριάς μι ζ΄μί = κρέας με ζουμί». Η νοικοκυρά έκανε συχνούς ελέγχους και
κάθε φορά έφευγε μ΄ ένα μεγάλο κοψίδι στο χέρι. Ο ράφτης τότε σκέφτηκε κάτι… σατανικόν. Έραψε
με μια μακριά κλωστή όλα τα κοψίδια σε μια μεγάλη αρμάθα. Η νοικοκυρά κατά τη συνήθειά της
μπήκε έλεγξε το φαΐ και έφυγε πάλι μ΄ ένα κοψίδι στο χέρι, σέρνοντας όμως πίσω της όλην την
αρμάθα με τα κοψίδια.